Παραδοσιακά, η πολιτική οικολογία ασχολήθηκε με τις ανισότητες που δημιουργεί η χρησιμοθηρική διαχείριση των φυσικών πόρων. Είτε πρόκειται για την καπιταλιστική διαχείριση που έχει σαν μοναδικό της στόχο τη μεγιστοποίηση του κέρδους, είτε για τη διαχείριση του σοσιαλιστικού ρεαλισμού που είχε ως στόχο του τη διαρκή μεγέθυνση ως άμυνα απέναντι στην καπιταλιστική περικύκλωση.
Από εκεί και μετά το οικολογικό επίδικο έχει αλλάξει πολλές φορές. Κάποτε απασχολούσε η πιθανή εξάντληση των πόρων γενικώς. Μετά συζητήθηκε πολύ η ρύπανση της ατμόσφαιρας και των νερών. Αργότερα ήρθαν στην επικαιρότητα οι ελλείψεις στο νερό και η ερημοποίηση. Σήμερα απασχολεί έντονα το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής. Όμως, η ρητορική του οικολογικού κινήματος είχε πάντα τις σταθερές της: στοιχεία υπερβολής και καταστροφολογία. Και δυστυχώς αυτές οι σταθερές αδυνάτιζαν εντέλει το οικολογικό επιχείρημα.
Αυτό φαίνεται να αλλάζει σιγά-σιγά. Στη σημερινή εποχή της μετα-αλήθειας, και των ψεύτικων ειδήσεων έρχεται να αμφισβητηθεί έντονα η επάρκεια των επιστημονικών τεκμηρίων. Αυτό προσφέρει εύκολα επιχειρήματα σε όσους υποτιμούν το βάθος της οικολογικής κρίσης.
Το πρόβλημα βέβαια δεν είναι ο σκεπτικισμός απέναντι στην επιστήμη. Ο επαρκής επιστημονικός διάλογος προϋποθέτει μια καλή αναλογία σκεπτικισμού, αρνητικότητας και πρόκλησης.
Το πρόβλημα είναι να γίνει σαφές ότι οι επιστημονικές υποθέσεις που θέλουμε να προβάλουμε δεν έχουν λογικά κενά, οι πειραματικές μεθοδολογίες με τις οποίες θα πραγματοποιήσουμε τους ελέγχους είναι αξιόπιστες και ο τρόπος που θα συνάγουμε τα συμπεράσματά μας αμερόληπτος.
Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος σθεναρής αντιμετώπισης του επιχειρήματος των Τραμπ αυτού του κόσμου και όχι η επίκληση ευλογοφανών ενδείξεων μεν, πλην όχι καλά τεκμηριωμένων προβλέψεων.