Ε.Μ. Παπαθεοδώρου
Αν λάβει κανείς υπόψη ότι έως το 2050 ο συνολικός πληθυσμός θα αυξηθεί κατά 1/3 σημαίνει ότι η παραγωγή τροφής θα πρέπει να αυξηθεί κατά 2/3 έως το 2050 γα να θρέψει άλλα 2 δις ανθρώπους. Η αύξηση αυτή σε συνδυασμό με τις αλλαγές που θα επιφέρει στην αγροτική παραγωγή οι αλλαγές κλίματος λόγω της κλιματικής αλλαγής (αλλαγή στα θερμοϋγρασιακά πρότυπα ανισομερώς κατανεμημένα στον παγκόσμιο χάρτη) ενέχει τον κίνδυνο μείωσης της αγροτικής παραγωγής και την αύξηση των ζιζανίων και των παθογόνων στις αγροτικές καλλιέργειες.
Σύμφωνα με την διαβούλευση μεταξύ των Ευρωπαϊκών κρατών για την νέα ΚΑΠ, η γεωργία στην ΕΕ πρέπει να είναι έξυπνη “smart agriculture” και με την ελάχιστη επιβάρυνση για το περιβάλλον. Στο μοντέλο της έξυπνης και περιβαλλοντικά φιλικής αγροτικής παραγωγής εντάσσεται η έννοια της «αειφορικής γεωργίας».
Superfoods
Η αειφορική γεωργία περιλαμβάνει την παραγωγή του αγροτικού προϊόντος με τη χρήση μεθοδολογιών συμβατών με τη λειτουργία της φύσης. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η διαχείριση των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των εδαφικών μικροβίων και των φυτών που μπορεί να αυξήσει την ανθεκτικότητα των φυτών στις ασθένειες, να βελτιώσει το θρεπτικό περιεχόμενο του παραγόμενου προϊόντος όχι απλά σε θρεπτικά στοιχεία αλλά και σε αντιοξειδωτικές ουσίες ακόμη και σε προβιοτικά. Για παράδειγμα η επιμόλυνση των ψυχανθών με αζωτοδεσμευτικά βακτήρια, διαπιστώθηκε πρόσφατα ότι, εκτός του ότι δίνει στα φυτά το πλεονέκτημα ανάπτυξης σε φτωχά σε άζωτο εδάφη, επιφέρει και αλλαγές στον μεταβολισμό του φυτού που επάγουν την παραγωγή βιοδραστικών συστατικών όπως φαινολικά, λιπαρά οξέα, φλαβονοειδή και οργανικά οξέα που χρησιμοποιούνται στην βιομηχανία πρόσθετων διατροφής. Οι ποσότητες των βιοδραστικών συστατικών ποικίλουν ανάλογα με το φυτικό είδος και τον μικροοργανισμό που αλληλεπιδρούν. Ένα τέτοιο προϊόν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «Superfood”, είναι καινοτόμο με υψηλή προστιθέμενη αξία, και η παραγωγή του στηρίζεται σε μεθόδους που δεν θέτουν σε κίνδυνο την βιωσιμότητα του περιβάλλοντος.
Βιοδιεργέτες
Οι φυτικοί βιοδιεγέρτες προέρχονται συνήθως από ανανεώσιμες πηγές και βιομηχανικά απόβλητα, όπως φυτικά εκχυλίσματα ή και φύκια, αμινοξέα και χουμικά οξέα. Μπορούν επίσης να περιέχουν μικροοργανισμούς του εδάφους. Ως γνωστόν τα λιπάσματα κάθε είδους χρησιμοποιούνται για να βελτιώσουν την ανάπτυξη του φυτού, επιτρέποντας υψηλότερες αποδόσεις των καλλιεργειών. Οι φυτικοί βιοδιεγέρτες ενισχύουν τον μεταβολισμό στο εσωτερικό των φυτών, ενώ τα προϊόντα του μεταβολισμού βοηθούν τα φυτά να χρησιμοποιούν τα θρεπτικά συστατικά και το νερό πιο αποτελεσματικά και τους επιτρέπει να γίνουν πιο ανθεκτικά στους παθογόνους οργανισμούς.
Σύμφωνα με το Συμβούλιο της Βιομηχανίας Φυτικών Βιοδιεγερτών (EBIC; European Biostimulant Industry Council), σε επίπεδο ΕΕ οι χώρες της Μεσογείου ηγούνται σήμερα στην αγορά για την παραγωγή και τη χρήση φυτικών βιοδιεγερτών. Η τελευταία έρευνα της EBIC, υποστηρίζει ότι η αποτελεσματικότητα των λιπασμάτων αυξήθηκε κατά 5-25% όταν εφαρμόστηκαν μαζί με αυτά φυτικοί βιοδιεγέρτες.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της EBIC αν εφαρμοστούν φυτικοί βιοδιεγέρτες σε όλη την ΕΕ, λαμβάνοντας υπόψη την ελάχιστη απόδοση 5% αυτό θα σήμαινε 550.000 λιγότερους τόνοι αζώτου που χάνονται στο περιβάλλον ανά έτος. Και αναλόγως της καλλιέργειας στην οποία εφαρμόζεται αυτό σημαίνει εξοικονόμηση εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ κάθε χρόνο για τους αγρότες.