Έφη Παπαθεοδώρου
Η ποσοτικοποίηση της ποιότητας με όρους αγοράς
Με αφορμή το πρόσφατο νομοσχέδιο του υπουργείου παιδείας για την τριτοβάθμια εκπαίδευση όπου τα Τμήματα θα χρηματοδοτούνται με το 80% της δημόσιας χρηματοδότησης ενώ το υπόλοιπο 20% θα πηγαίνει μόνο σε εκείνα τα τμήματα που πέτυχαν υψηλή βαθμολογία στην αξιολόγηση, επανέρχεται στην επιφάνεια η αξιολόγηση με όρους Αριστείας. Τι σημαίνει όμως αριστεία για τα Πανεπιστημιακά Τμήματα και για τους ακαδημαϊκούς/ερευνητές; Μεγάλος αριθμός δημοσιεύσεων σε περιοδικό με υψηλό συντελεστή απήχησης (Impact Factor ), μεγάλος αριθμός αναφορών με βάση διάφορους δείκτες κατά Google, Scopus ή Web of Sciences, έρευνα άμεσα συνδεδεμένη με την παραγωγή, εξωστρέφεια των πανεπιστημίων κλπ. Εδώ θα περιοριστούμε στα κριτήρια που αφορούν την αξιολόγηση του ερευνητικού δυναμικού των Πανεπιστημίων/Ερευνητικών Κέντρων.
Στα ελληνικά ΑΕΙ και Ερευνητικά Ινστιτούτα αλλά και σε όλα πλέον τα αντίστοιχα ιδρύματα του εξωτερικού η παραγωγικότητα των μελών τους, που αποτελεί και τη βάση της ανέλιξή τους, κρίνεται με βάση τον αριθμό των δημοσιεύσεων τους καθώς και την ποιότητα των περιοδικών στα οποία αυτές δημοσιεύονται. Το τελευταίο πιστοποιείται μέσω του Συντελεστή Απήχησης του κάθε περιοδικού που με την σειρά του καθορίζεται με βάση των αριθμό των αναφορών που το συγκεκριμένο περιοδικό παίρνει τα δύο τελευταία χρόνια σε σχέση με τον αριθμό των άρθρων που έχει δημοσιεύσει τον τελευταίο χρόνο. Όσο υψηλότερος είναι ο συντελεστής απήχησης τόσο μεγαλύτερος ο ρυθμός απόρριψης των άρθρων που υποβάλλονται προς δημοσίευση, – ρυθμός που συχνά φτάνει το 90% -, άρα τόσο μεγαλύτερη η αξία της δημοσίευσης και τόσο υψηλότερη η επιστημονική αξία αυτού που τα έχει καταφέρει να έχει ένα αριθμό τέτοιων άρθρων στην φαρέτρα του.
Η ιστορία μπορεί να πάει ακόμα πιο μακριά και ο συντελεστής απήχησης μπορεί να διαιρεθεί ανάλογα με τον αριθμό των συγγραφέων που συμμετέχουν στην δημοσίευση ή να επιμεριστεί με έναν συντελεστή βαρύτητας ανάλογα με τον αν ο συγκεκριμένος συγγραφέας είναι πρώτος συγγραφέας, δεύτερος κλπ. ή συγγραφέας επικοινωνίας. Σας μοιάζει όλο αυτό το παζάρι να έχει σχέση με ακαδημαικά κριτήρια? Σίγουρα δεν έχει. Είναι η αγοραία έκφραση του πως η ποιότητα μετατρέπεται σε ποσότητα. Μάλιστα, υπάρχουν χαρακτηριστικά παραδείγματα περιοδικών που προσπαθώντας να ανεβάσουν τεχνητά τον συντελεστή απήχησής τους, επιβάλουν στους συγγραφείς να αναφέρουν στο υπό δημοσίευση άρθρο τους συγκεκριμένο αριθμό άλλων άρθρων από το ίδιο περιοδικό.
Τα επιστημονικά περιοδικά αφενός δεχονται υπερπληθώρα επιστημονικών άρθρων για δημοσίευση – αφού πλέον και οι Κινέζοι έχουν μπει για τα καλά στο παιχνίδι- και αφετέρου είναι αναγκασμένα να ακολουθήσουν τα κριτήρια με βάση τα οποία καθίστανται αξιόπιστα και άρα μπορούν να προσκομίσουν μεγαλύτερα κέρδη από τις συνδρομές των βιβλιοθηκών ή, σε πολύ μικρότερο βαθμό των ιδιωτών. Έτσι, τα περιοδικά επιλέγουν εκείνα τα άρθρα που θα τους εξασφαλίσουν αναγνωρισιμότητα, δηλαδή θα συγκεντρώσουν μεγάλο αριθμό αναφορών. Ποια είναι αυτά τα άρθρα; Εκείνα που θα γίνουν αναγνωρίσιμα από μια μεγάλη ερευνητική κοινότητα είτε γεωγραφικά πχ. Κινέζοι, Γερμανοί, Ιταλοί κλπ ή θεματικά πχ. έρευνα που αφορά την ανίχνευση ογκοκατασταλτικών γονιδίων. Επίσης, όπως είναι αναμενόμενο υπάρχει μεροληψία υπέρ άρθρων με μεγάλο αριθμό συγγραφέων καθώς η πιθανότητα αναφοράς του άρθρου αυξάνει με την αύξηση του αριθμού των συνσυγγραφέων του, ανεξάρτητα αν το περιεχόμενο του αναμασάει διάσπαρτες ιδέες στην βιβλιογραφία και τις επανατοποθετεί σε ένα νέο περίβλημα ή, ακόμα χειρότερα,προϋπάρχοντες μηχανισμούς τους βαπτίζει με νέα ονόματα.
Άλλα η κατάσταση δεν σταματάει εδώ. Νέα δεδομένα της τελευταίας 10ετίας έρχονται να επιβαρύνουν το αγοραίο διεθνές περιβάλλον δημοσιοποίησης της γνώσης. Η νέα κατάσταση λέγεται Open Access Journals. Σκέφτηκαν οι θιασώτες του άκρατου νεοφιλελευθερισμού: αφού υπάρχει τόση πληθώρα άρθρων και συγγραφέουν που καίγονται διακαώς να τα δημοσιοποιήσουν γιατί να μην δημιουργηθούν εκείνα τα περιοδικά όπου το κόστος έκδοσης δεν θα πληρώνεται από τις συνδρομές των αναγνωστών –κυρίως των βιβλιοθηκών όπως προαναφέρθηκε- αλλά από τον ίδιο τον συγγραφέα δηλ. ο ίδιος ο παραγωγός να πληρώνει το προϊόν που παράγει. Είναι σαν να σε πληρώνει ο γεωργός για να φας εσύ τα φρούτα που αυτός παράγει. Σε αυτή τη λογική τα open access journals σου υπόσχονται πολύ γρήγορη κρίση και δημοσίευση έναντι του ποσού που θα καταβάλεις και το οποίο κυμαίνεται από 500-4000 ευρώ ανά δημοσίευση. Και η ποιότητα , η καινοτομία, το κατά πόσο απαντάει σε νέα ερωτήματα και υποθέσεις; Αυτά είναι ακαδημαικά κριτήρια ενώ οι εκδοτικοί οίκοι είναι εταιρείες που πρέπει να βγάλουν κέρδη. Σε αυτό το διεθνοποιημένο περιβάλλον ανταγωνισμού μεταξύ των ιδρυμάτων για μια περίοπτη θέση στις λίστες κατάταξης, χώρες που επιδιώκουν δυναμικά να διεισδύσουν στον χώρο της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης είναι διατεθειμένες να πληρώσουν όποιον/όποια παράγει μιας καλής εμπορικά δημοσίευση ώστε να προστεθεί στην πρώτη θέση στη λίστα των συνσυγγραφέων όνομα από δικό τους ίδρυμα ανεξάρτητα από το αντικείμενο της δημοσίευσης ώστε το affiliation του συγκεκριμένου Πανεπιστημίου να εμφανιστεί στα Webmetrics. Όταν λοιπόν μιλάμε για «Αριστεία» είτε αυτό γίνεται από παράγοντες εξωτερικούς προς την διαδικασία (Υπουργείο Παιδείας) ή εσωτερικά από τους ίδιους τους ακαδημαϊκούς δασκάλους (εξέλιξη μελών ΔΕΠ) πρέπει να υπάρχει συνείδηση περί τίνος επρόκειτο.
Μου θυμίζει εκείνη την ωραία ανάλυση του Κάρολου για τη σχέση τιμής (price) και αξίας (value) και πως η πρώτη κατάφερε να υποκαταστήσει τη δεύτερη. Κατά τη γνώμη μου βέβαια η επιστημονική είναι η πιο νεοφιλελέ κοινότητα του πλανήτη no matter what. De facto
Σάμμυ, έγραψες