Σχεδόν στο σύνολό της, η οικοαριστερά περιγράφει το οικολογικό πρόβλημα με όρους υποβάθμισης των συνθηκών παραγωγής (π.χ. λόγω περιβαλλοντικής ρύπανσης, εξαντλητικής εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, εξάντληση των ανανεώσιμων και μη φυσικών πόρων κ.ά.), ενώ θεωρεί ότι και η αύξηση του ανθρώπινου πληθυσμού συντελεί σε μεγάλο βαθμό λόγω των αυξημένων αναγκών σε φυσικούς πόρους
Βασική αιτία της κρίσης πάντως θεωρείται η οικονομική μεγέθυνση, κυρίως μέσω της τεχνολογίας. Αυτό έχει συχνά μη ηθελημένες ανθρωπογενείς συνέπειες όπως είναι αυτές από τα βιομηχανικά ατυχήματα.
Κατά κανόνα όμως η οικονομική μεγέθυνση αυξάνει και τις εξωτερικές οικονομίες που, ναι μεν δεν έχουν σχέση με αυτή καθ’ αυτή την παραγωγή του προϊόντος, δημιουργούν όμως πρόσθετα κόστη, όπως είναι για παράδειγμα οι επιδημίες (καλή ώρα) με τα υπέρογκα κόστη λόγω της γενικευμένης καραντίνας, οι καθυστερήσεις λόγω του κυκλοφοριακού στην προσέλευση των εργαζομένων, αλλά και καθυστερήσεις στη μεταφορά πρώτων υλών, και ακόμα χωρικοί περιορισμοί, περιβαλλοντικοί ρύπανση κ.ά. Τα εξωτερικά κόστη δεν τα αναλαμβάνει βέβαια ο καπιταλιστής, αυτά μετακυλίονται στην κοινωνία και μετατρέπονται σε κοινωνικά κόστη. Στην πράξη, τα κοινωνικά κόστη εξωτερικεύονται είτε στο περιβάλλον π.χ. ως ρύπανση θαλασσών, λιμνών, ποταμών, υπεδάφους, είτε απευθείας στην κοινωνία π.χ. για την εγκατάσταση βιολογικών καθαρισμών, ή ,τέλος, στον καταναλωτή π.χ. μέσω του φορολογικού συστήματος. Κατά κανόνα, η επιβάρυνση της κοινωνίας με τα κοινωνικά κόστη είναι πολύ μεγαλύτερη από το ιδιωτικό κόστος παραγωγής του προϊόντος, με τελικό αποτέλεσμα την οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική κατάρρευση
Μια άλλη αιτία θεωρείται ο ανορθολογισμός του καπιταλιστή αναφορικά με τη χρήση των κοινών αγαθών. Πρόκειται για το γνωστό ‘δίλλημα των κοινών’, π.χ. ενός βοσκότοπου όπου όλοι οι βοσκοί της περιοχής γνωρίζουν ότι αν ο τόπος βοσκηθεί πάνω από την φέρουσα ικανότητα (βοσκοϊκανότητα) θα καταρρεύσει. Ωστόσο, ο καθένας σκέπτεται κατ’ ιδίαν ότι ‘αν δεν είμαι εγώ που θα παραβώ τον κανόνα, θα το κάνει ένας άλλος και έτσι θα κερδίσει πλεονέκτημα, ας είμαι λοιπόν εγώ που θα κερδίσει πρώτος το πλεονέκτημα, οπότε, φοβούμενοι την κατάρρευση, οι υπόλοιποι θα αυτοσυγκρατηθούν’. Ωστόσο, όλοι οι βοσκοί σκέφτονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, όλοι επιδιώκουν να αποκτήσουν πρώτοι το πλεονέκτημα, κανένας δεν αυτοσυγκρατείται, παραβαίνουν μαζικά τον κανόνα και ο βοσκότοπος καταρρέει
Να σημειώσω, τέλος, ότι οι παραπάνω αιτίες δεν λειτουργούν μεμονωμένα. Η συνδυασμένη δράση τους είναι που δημιουργεί την οικολογική κρίση
Εν κατακλείδι, η οικοαριστερά στο σύνολό της θα συμφωνήσει ότι ο καπιταλιστικός τρόπος ανορθολογικής ατομικής δράσης εξωτερικεύει συνειδητά τα κόστη στο περιβάλλον και την κοινωνία, ενώ παράλληλα καταληστεύει τους φυσικούς πόρους και παράγει μη ηθελημένες ανθρωπογενείς περιβαλλοντικές βλάβες και ατυχήματα.
Ωστόσο, η οικοαριστερά και ειδικότερα η μαρξιστική δεν απάντησε με ενιαίο τρόπο στην οικολογική κρίση. Χονδρικά διακρίνονται τρεις αποκλίνουσες στάσεις
Η πρώτη είναι εκείνη της προοδευτικής εγκατάλειψης θεμελιακών στοιχείων της θεωρίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η διαδρομή του ανατολικογερμανού Rudolf Bahro οποίος ξεκίνησε με κριτική/μεταρρυθμιστική στάση έναντι του καθεστώτος της Ανατολικής Γερμανίας. Όταν πέρασε ως διαφωνών στη Δυτική Γερμανία εντάχθηκε στους πράσινους-εναλλακτικούς και αρχικά προώθησε τη συνάντηση του πράσινου με το κόκκινο μέσα στο κόμμα, για να καταλήξει σε μια μάλλον μεταφυσική στάση απέναντι στην οικολογική κρίση.
Η δεύτερη τάση, η ορθόδοξη, επιχειρηματολογεί εν ονόματι της ιδέας ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη χαρακτηρίζεται από συνεχή τεχνολογική πρόοδο και ένταση κεφαλαίου, με στόχο την αύξηση της σχετικής υπεραξίας μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας. Αυτό το πετυχαίνει με την υποκατάστασης της εργατικής δύναμης από τις μηχανές.
Ακόμα περισσότερο, η μαρξιστική ορθοδοξία θα ισχυριστεί ότι o ανελέητος ανταγωνισμός στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς οδηγεί στην αγωνιώδη αναζήτηση ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος. Αυτό το τελευταίο υποχρεώνει σε όλο και περισσότερη μηχανοποίηση της εργασίας. Πράγμα που με τη σειρά του συνεπάγεται και συνεχώς αυξανόμενες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, οπότε η αδιατάρακτη παραγωγική ροή χωρίς διακοπές, καθώς και η ληστρική εκμετάλλευση των ελευθέρων αγαθών καθίστανται αναγκαιότητες. Επιπρόσθετα, ο καπιταλιστής δεν αναλαμβάνει, ή έστω, αναλαμβάνει δύσκολα επενδύσεις σε τεχνολογίες που δεν αποδίδουν άμεσα κέρδη, όπως είναι π.χ. τα αντιρρυπαντικά φίλτρα στη βιομηχανία. Το συμπέρασμα της ορθοδοξίας είναι γνωστό: δεν υπάρχει δυνατότητα αντιμετώπιση της οικολογικής κρίσης παρά μόνο αν αντικατασταθεί ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής από εκείνον του υπαρκτού σοσιαλισμού
Η Τρίτη τάση υπήρξε πολύ περισσότερο ριζοσπαστική. Ο Ted Benton, o Jonathan Μurdoch και πολύ άλλοι διαβάζουν τον Μαρξ χωρίς προκαταλήψεις, εντοπίζουν εκεί σπέρματα οικολογικής σκέψης, διαπραγματεύονται τα ζητήματα με κριτική διάθεση και αποδίδουν την οικολογική κρίση στο γεγονός ότι ο καπιταλισμός πράττει μεν εντός, πλην σε ριζική αντιπαράθεση με τη φύση. Η επίλυση της κρίσης απαιτεί θεμελιακές αλλαγές στην παραγωγική αλυσίδα και γενικότερα στο πολιτικοοικονομικό πλαίσιο, αλλά και στο αξιακό-πολιτισμικό πλαίσιο και τη στάση ζωής των ανθρώπων
1 σκέψη για το "Πώς η οικοαριστερά διαβάζει την οικολογική κρίση"