Έφη Παπαθεοδώρου
Η πανδημία έφερε στο προσκήνιο την αναγκαιότητα για εργασία χωρίς την φυσική παρουσία του εργαζόμενου στο χώρο εργασίας. Σαφώς η δυνατότητα αυτή προϋπήρχε της πανδημίας και υιοθετούνταν κυρίως από ελεύθερους επαγγελματίες που απασχολούνταν στο on-line εμπόριο, τώρα όμως τείνει να εμφανίσει καθολική εφαρμογή. Η εργασία χωρίς τη φυσική παρουσία του εργαζόμενου με την χρήση της τεχνολογίας, σημαίνει ταυτόχρονα την χωρίς χρονικούς και χωρικούς περιορισμούς απασχόληση του εργαζόμενου. Αυτό εκ πρώτης όψεως φαίνεται ως μια τεράστια δυνατότητα διότι ο καθένας μπορεί να δουλεύει όπου και όποτε θέλει.
Πίσω όμως από αυτό το θελκτικό περιτύλιγμα βρίσκεται η μη δυνατότητα του ατόμου να οργανωθεί σε ευρύτερες συλλογικότητες που προκύπτουν μέσα από τον εργασιακό χώρο. Αυτές μπορεί να ναι συνδικαλιστικές οργανώσεις μέσω των οποίων διεκδικεί καλύτερες συνθήκες εργασίας, είτε κοινωνικές συνευρέσεις μέσα στις οποίες ικανοποιεί την ανάγκη του για συνδιαλλαγή, αλληλεπίδραση και περαιτέρω εξέλιξη.
Ακόμη η διαθεσιμότητα του ανά πάσα ώρα και στιγμή του στερεί τη δυνατότητα να διαχωρίσει τον εργασιακό από τον ελεύθερο χρόνο. Αυτά τα δύο γίνονται ένα, πχ. θα πρέπει να απαντήσει στο μέιλ όταν βγάζει βόλτα το κατοικίδιο του ή πηγαίνοντας μια εκδρομή στη θάλασσα. Η ενότητα του ελεύθερου με τον εργασιακό χρόνο ήταν καθεστώς σε παλιότερες κοινωνίες, πριν τη βιομηχανική επανάσταση και βέβαια είναι και σήμερα επιθυμητό αρκεί να συνάδει με ανθρώπινες και φυσικές ανάγκες και ρυθμούς. Όταν όμως οι ρυθμοί επιβάλλονται από τις ανάγκες της όλο και ταχύτερης κεφαλαιακής συσσώρευσης τότε οδηγούν σε σχιζοειδείς καταστάσεις.
Η υφιστάμενη νομοθετική ρύθμιση για την τηλεργασία εξειδικεύει το πλαίσιο εφαρμογής της, με βασικότερη την ρύθμιση που αναφέρει ότι «Αν στη σύμβαση περιέχεται συμφωνία για τηλε-ετοιμότητα ορίζονται τα χρονικά της όρια και οι προθεσμίες ανταπόκρισης του μισθωτού».[i] Παρά το γεγονός ότι η τηλεργασία ρυθμίζεται νομοθετικά, εντούτοις αυτή μπορεί να λάβει χώρα και για εργαζόμενους που εργάζονται μεν κανονικά στις εγκαταστάσεις του εργοδότη τους, όμως, μετά το πέρας του ωραρίου τους μπορούν να αναζητηθούν από τον εργοδότη τους μέσω λ.χ. του κινητού τους τηλεφώνου προκειμένου να εργαστούν από το σπίτι τους ή από όποιο χώρο εκείνοι βρίσκονται. Στην τελευταία περίπτωση, οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να υπαχθούν στο πεδίο εφαρμογής της τηλεργασίας και των προστατευτικών αυτής διατάξεων.
Επομένως, παρά τα πλεονεκτήματα αυτής της μορφής εργασίας (απουσία εργοδοτικού ελέγχου, συνδυασμός επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής), η συνεχής διαθεσιμότητα καθιστά δυσχερή την ουσιαστική ανάπαυση του εργαζομένου. Στο ελληνικό δίκαιο από την άλλη, υποστηρίζεται ότι η διαρκής τηλε-ετοιμότητα – τηλεργασία μετά το πέρας του ωραρίου, από τη στιγμή που καθιστά δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ ιδιωτικής και επαγγελματικής ζωής συνιστά ανεπίτρεπτη επέμβαση στην ιδιωτική σφαίρα του εργαζόμενου.
Δεδομένων των νέων συνθηκών που διαμορφώνουν πλέον νέες μορφές τηλεργασίας οι οποίες ήρθαν και θα μείνουν, απαραίτητη κρίνεται η νομοθετική επέμβαση γιατί διαφορετικά η τηλεργασία/τηλετοιμότητα θα εφαρμόζεται στην πράξη χωρίς τη διασφάλιση θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων (δες υποσημείωση 1). Σε μια εποχή που ο αριθμός των ανέργων στα μέσα Μαρτίου ανέρχεται σε 24.7 εκατ. λόγω κορωναιού και αναμένεται το τελικό νούμερο να φτάσει πολύ ψηλότερα, είναι πρόδηλη η αναγκαιότητα διασφάλισης των θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων των λεγόμενων gig-workers[ii] σύμφωνα με την
Το αμέσως επόμενο ερώτημα που τίθεται είναι αν οι νέες συνθήκες εργασίας ενισχύουν ή εξομαλύνουν τις ανισότητες μεταξύ των δύο φύλων. Οι γυναίκες που κατά βάση επωμίζονται τη φροντίδα των παιδιών και των ηλικιωμένων και τις δουλειές του σπιτιού, έχουν μικρότερη δυνατότητα να βρίσκονται διαθέσιμες ανά πάσα ώρα και στιγμή όπως οι νέες συνθήκες το επιτάσσουν. Στην προηγούμενη συνθήκη υπήρχε διάκριση ανάμεσα στον χρόνο εργασίας και στον χρόνο απασχόλησης στις λοιπές δραστηριότητες ενώ τώρα πρέπει συνεχώς να κινούνται μεταξύ δραστηριοτήτων με διαφορετικές απαιτήσεις κυρίως συναισθηματικές, γεγονός που οδηγεί στην αύξηση του άγχους και της κακής ψυχολογίας κάνοντας τες ενίοτε να αισθάνονται ανίκανες να τα καταφέρουν. Φανταστείτε μια γυναίκα που κρατάει ένα μωρό που κλαίει και ταυτόχρονα προσπαθεί να ετοιμάσει εισήγηση για την διαφήμιση ενός προιόντος. Αντίθετα οι άντρες που κατά κύριο λόγο ασχολούνται με την εργασία τους, μπορούν να είναι διαθέσιμοι οποιαδήποτε ώρα της ημέρας, γεγονός που τους καθιστά πιο αρεστούς και άρα πιο επιλέξιμους από τους εργοδότες.
Ταυτόχρονα η εργασία με τους όρους της τεχνολογικής επανάστασης προϋποθέτει την εξοικείωση των εργαζομένων με τα νέα εργαλεία (εργαλεία τηλεδιάσκεψης, πλατφόρμες συνεργατικής δουλειάς κλπ) μέσα από μια διαδικασία συνεχούς επιμόρφωσης. Επομένως και σε αυτό το σημείο υπάρχει μεροληψία εις βάρος των γυναικών για τους λόγους που προαναφέρθηκαν παραπάνω. Που να βρεθεί αυτός ο χρόνος να επενδυθεί από τις γυναίκες; ‘Αλλωστε, σε αρκετές χώρες οι γυναίκες δεν έχουν καν πρόσβαση στις δομές τεχνολογίας (υπολογιστές, smartphones κλπ) γι αυτό θεωρούνται και περισσότερο ευάλωτες σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης.
Γίνεται λοιπόν φανερό πως αυτό που εκ πρώτης όψεως φαίνεται απελευθερωτικό –εργασία χωρίς όρια χωρικά και χρονικά- δεν σημαίνει απλά αλλάζω “mode” (μορφή εργασίας) αλλά επιφέρει μια σειρά από μεταβολές που αν δεν ληφθούν σοβαρά υπόψη θα κάνουν ακόμα πιο ευάλωτες συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού.
[i] (Καβέτσος 2017, Η νομική αντιμετώπιση της ετοιμότητας προς εργασία από την ελληνική νομολογία και η συμβατότητά της με την Οδηγία 2003/88/ΕΚ για τα χρονικά όρια εργασίας)
[ii]Maria Mexi συν συγγραφέα του τόμου «Protecting Workers in the Gig Economy: A Comparative Empirical Analysis»