Οικολογική Πολιτική Οικολογία
Με πρωταγωνιστές τους O’ Connor και Bellamy-Foster η οικο-αριστερά επεδίωξε να διαμορφώσει τη δική της Οικολογική Πολιτική Οικονομία. Το βασικό συμπέρασμα ήταν ότι η διαπλοκή των κοινωνικών σχέσεων με τις φυσικές διαδικασίες αποτελεί το κλειδί για την κατανόηση του οικολογικού κοινωνικού μέλλοντος
Καπιταλισμός
Η Οικολογική Πολιτική Οικονομία περιγράφει τον καπιταλισμό ως ένα σύστημα με α) ολοκληρωτικά εμπορευματοποιημένη εργασία και παραγωγή, β) βιομηχανική και τεχνολογική ανάπτυξη βασισμένη στα ορυκτά καύσιμα και γ) καινοτομία στην υπηρεσία της διαρκούς επέκταση του κέρδους.
Οικολογικός μετασχηματισμός
Σε αντίθεση με τους φιλελεύθερους οικολόγους οι υποστηρικτές της Οικολογικής Πολιτικής Οικονομίας έρχονται να συνδέσουν το καπιταλιστικό κράτος με τις απαιτήσεις της κεφαλαιακής συσσώρευσης και να ζητήσουν εν ονόματι του οικολογικού μέλλοντος τον βαθύ κοινωνικό μετασχηματισμό προς μια κοινωνία ενεργών πολιτών που χρησιμοποιεί λιγότερους πόρους, αποφεύγει την υλική επέκταση, ενώ δίνει έμφαση στην ποιότητα της ζωής και την κοινωνική αλληλεγγύη
Εκδοχές της Οικολογικής Πολιτικής Οικονομίας
Στο πλαίσιο της οικο-αριστεράς διαμορφώθηκαν δύο παραλλαγές της Οικολογικής Πολιτικής Οικονομίας, τα κεντρικά στοιχεία των οποίων παρουσιάστηκαν σε προηγούμενες αναρτήσεις. Στις μέρες μας, και με βάση την κριτική θεώρηση στις δύο προηγούμενες φαίνεται να αναπτύσσεται και μια τρίτη εκδοχή. Σε αυτή την ανάρτηση θα παρουσιαστούν τα βασικά σημεία της κριτικής και σε επόμενη τα κεντρικά στοιχεία αυτής της τρίτης εκδοχής
Monthly Review: Κορονοϊός και καταστροφικός καπιταλισμός
Η πρώτη οφείλεται στην ομάδα περί τον John Bellamy Foster και υποστηρίζει ότι ο καπιταλισμός εξυπηρετεί την ανάγκης του για διαρκή ανάπτυξη με την καταστροφική εκμετάλλευση της φύσης και θεωρεί το κράτος υποταγμένο στους στόχους της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Συνεπώς, καταλήγει, το οικολογικό μέλλον επιβάλει την ολοκληρωτική ανατροπή του καπιταλισμού
Capitalism Nature Socialism
Η δεύτερη εκδοχή υποστηρίχτηκε από τον κύκλο των James O’Connor και David Harvey. Θεωρεί ότι το κεφάλαιο έχει εμπειρία επίλυσης οικολογικών δυσκολιών μέσω συμβιβασμών και επομένως τίποτα δεν αποκλείει ότι θα συνεχίσει να το κάνει και στο μέλλον. Ωστόσο, σημειώνει, οι διάφορες επιχειρήσεις διάσωσης του καπιταλισμού έχουν προσωρινά αποτελέσματα, ενώ η ταξική διαίρεση των κοινωνιών θα βαθαίνει συνεχώς, το ίδιο και η υποβάθμιση των φυσικών συστημάτων.
Bob Jessop: από τους πρωτεργάτες της τρίτης εκδοχής
Η κριτική επεξεργασία αυτών των εκδοχών της Οικολογικής Πολιτικής Οικονομίας οδήγησε τον Μπομπ Jessop και άλλους στην απόπειρα διατύπωσης μιας τρίτης εκδοχής που ενσωματώνει τις ιδέες του Πουλαντζά για τον εκτεταμένο ρόλο του κράτους στις σύγχρονες κοινωνίες, το ρόλο της ηγεμονίας του Gramsci καθώς και την μη εμπορική αξία των πλασματικών (=ελεύθερων αγαθών) του Polanyi
Εμπορευματοποίηση της φύσης
Η κριτική θεώρηση και των δύο εκδοχών της Οικολογικής Πολιτικής Οικονομίας επικεντρώνει κυρίως στο γεγονός ότι αμφότερες αναπτύσσουν το επιχείρημά τους πάνω στην εμπορευματοποίηση της φύσης από την καπιταλιστική οικονομία. Τονίζει ιδιαίτερα τη θέση αμφοτέρων ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη βασίζεται στην εκμετάλλευση/καταλήστευση των ελεύθερων πόρων καθώς και την εξαντλητική υποβάθμιση των χώρους απόθεσης των παραπροϊόντων. Κρίνει ωστόσο ότι αυτή η επικέντρωση αγνοεί α) το γεγονός ότι το οικολογικό πρόβλημα αφορά τις υλικής συνθήκες της ίδια της ύπαρξης του καθενός, και επομένως, β) ο πολίτης προσλαμβάνει βιωματικά την οικολογική απειλή και αυτό επηρεάζει το βαθμό συνειδητότητας του οικολογικού προβλήματος, γ) την αυξημένη σημασία του κράτους στις σημερινές κοινωνίες και συνακόλουθα, δ) τις δυνατότητες των πολλών κοινωνικών δυνάμεων και συλλογικοτήτων να κινητοποιούνται, να διαμορφώνουν συναινέσεις, να παρεμβαίνουν στους κρατικούς αρμούς και να προωθούν τη μετάβαση προς το πράσινο μέλλον
Η ανάγκη ολοκληρωτικής ήττας του καπιταλισμού
Υποστηρίζει, ειδικότερα, ότι η εργαλειακή αντίληψη για το κράτος όργανο της καπιταλιστικής τάξης, υποχρεώνει τους υποστηρικτές αυτής της αντίληψης, όπως ο Bellamy-Foster, να θεωρούν προϋπόθεση της μετάβασης προς το πράσινο μέλλον την ολοκληρωτική ήττα του καπιταλιστικού κράτους σε κάποια στιγμή στο μέλλον. Σημειώνουν όμως ότι έτσι αγνοείται το γεγονός ότι, υπό τις σημερινές συνθήκες πίεσης του διεθνοποιημένου ανταγωνισμού, ο διεθνής καπιταλισμός δεν είναι ενιαίος και ότι οι διάφορες εκδοχές του προτείνουν ποικιλία λύσεων που παρατείνουν τη βιωσιμότητα των καπιταλιστικών κοινωνιών.
Η κριτική θίγει και εκείνες τις λίγες φωνές που θεωρούν τον ατομικό πολίτη παθητικό φορέα αυτο-αναπαραγόμενων δομών οπότε και δεν διαθέτει καμιά υπευθυνότητα. Η κριτική αντιτείνει ότι η κρατική δομή λειτουργεί με μια κάποια εσωτερική λογική, οπότε και η κινηματική δράση συλλογικοτήτων μπορεί να επηρεάσει αυτή τη λογική και να αλλάξει προς θετικότερες κατευθύνσεις την πορεία των πραγμάτων
Κοντολογίς, η κριτική επισημαίνει ότι η τοποθέτηση αυτής της πρώτης εκδοχής απέναντι στο οικολογικό πρόβλημα έχει χαρακτήρα διπολικό: είσαι υπέρ της επιβίωσης του καταστρεπτικού καπιταλισμού ή υπέρ της πράσινης αλλαγής με φορείς μη κρατικά κοινωνικά κινήματα που θα οδηγήσει στη δημιουργία ενός μη καπιταλιστικού κράτους. Το πρόβλημα που βλέπει εδώ η κριτική είναι ότι η οργάνωση μαζικής κοινωνικής κινητοποίησης αποκλειστικά έξω από το κράτος, η οργάνωση συναινέσεων, η δημιουργία συνθηκών ρήξης και η επεξεργασία γνώσης σχετικά με το διάδοχο βήμα απαιτούν χρόνο την ώρα που το οικολογικό πρόβλημα ζητά επείγουσα λύση
Υπό προθεσμία βιώσιμος καπιταλισμός
Η εναλλακτική εκδοχή έθεσε το ζήτημα αντίστροφα. Οι οπαδοί αυτής της αντίληψης, με πρώτον τον O’ Connor δεν αρκέστηκαν στην απλή διαπίστωση, δηλαδή την ιδιοποίηση αξιών χρήσης της φύσης από το κεφάλαιο, ούτε επικέντρωσαν στην οικολογική κρίση που ανακύπτει. Αντίθετα, επικεντρώθηκαν στο πώς ένα υποβαθμισμένο περιβάλλον δημιουργεί κρίση για την καπιταλιστική αναπαραγωγή και ποια μπορεί να είναι η απάντηση που θα δώσει ο καπιταλισμός. Υποστήριξαν ότι η πρόταση του καπιταλιστικού κράτους για τη βιωσιμότητα του συστήματος αφενός θα απαιτούσε τη θεσμοθέτηση ειδικών κανόνων και αφετέρου θα υιοθετούσε πράσινες τεχνολογίες για την αντιμετώπισης, έστω και προσωρινή, του οικολογικού προβλήματος. Επιπρόσθετα με φορολογικά μέτρα θα επιχειρούσε να αποτρέψει την σπατάλη των πόρων ώστε να συνεχιστεί το μόνο που τον ενδιαφέρει: η οικονομική ανάπτυξη.
Πλανητικής κλίμακας συμφωνίες
Πολύ γρήγορα, η ιδέα ότι ενόψει της οικολογικής απειλής ο καπιταλισμός θα μπορούσε να προχωρήσει στις αναγκαίες συμφωνίες μεγάλης κλίμακας ανάμεσα σε κράτη, καθώς και στη διατύπωση και εφαρμογή παγκόσμιων περιβαλλοντικών κανόνων αποδείχθηκε ανεφάρμοστη όποτε κι’ αν επιχειρήθηκε (Ρίο, Κιότο, Παρίσι κλπ]. Ωστόσο μικρά και μερικές φορές σημαντικά βήματα έχουν συντελεστεί. Τελικά αποδείχθηκε ότι ο καπιταλισμός αποτελεί σύστημα κανόνων υπό συνεχή επιδιόρθωση, μικρής και συχνά τοπικής κλίμακας.
Η μάχη δίνεται χθες, σήμερα, αύριο
Σε αυτό το πλαίσιο οι υποστηρικτές της δεύτερης εκδοχής μιλούν για την ανάγκη ανάπτυξης ενός ανεξάρτητου από το κράτος πολύμορφου αντικαπιταλιστικού κινήματος που μέσω διαρθρωτικών αλλαγών θα προωθεί σταδιακά την πορεία προς το πράσινο μέλλον. Η κριτική ωστόσο απαντά ότι στην πράξη οι καπιταλιστικοί θεσμοί και κυρίως το κράτος έχουν αποδείξει την ικανότητα να χρησιμοποιούν ως μανδύα την οικολογική διάλεκτο και να προβάλουν την ανάγκης παγκόσμιων ή και τοπική κλίμακας περιβαλλοντικών κανόνων, να επιχειρούν μικρές βελτιώσεις και έτσι να συγκρατούν και να διαχειρίζονται υπέρ της διασφάλισης της κεφαλαιακής συσσώρευση τις αντιφάσεις που δημιουργεί η οικολογική κρίση. Έστω και αν μερικές φορές οδηγούν στη λιμοκτονία εκτεθειμένους και ευάλωτους πληθυσμούς, μαζική καταστροφή ενδιαιτημάτων και επέκταση της εμπορευματοποίησης σε όλες τις πτυχές της ζωής.
1 σκέψη για το "Κριτική στο θεωρητικό κεκτημένο της οικο-αριστεράς (μέρος πρώτο)"