Του Θεοδόση Σιάκκα
To πρώτο δεκαπενθήμερο του Οκτωβρίου κάθε έτους ανακοινώνονται οι νικητές των βραβείων Νόμπελ. Mία από τις κατηγορίες αυτές είναι της οικονομικής επιστήμης, η οποία, όμως, εμφανίζει ορισμένες ιδιαιτερότητες, με κυριότερη ότι το βραβείο αυτό δεν είναι ακριβώς «Νόμπελ».
Η κατηγορία της οικονομικής επιστήμης θεσπίστηκε το 1968, περίπου εβδομήντα χρόνια αργότερα από τις υπόλοιπες, ύστερα από δωρεά της Κεντρικής Τράπεζας της Σουηδίας στην επιτροπή διοργάνωσης του θεσμού. Από το 1995 απονέμεται και σε ερευνητές στους τομείς της ψυχολογίας, της κοινωνιολογίας και των πολιτικών επιστημών. Αρκετοί επισημαίνουν ότι τα βραβεία στις επιστήμες αυτές, λόγω της φύσης τους, μπορούν να εργαλειοποιηθούν για πολιτικές σκοπιμότητες.
Με μια γρήγορη ματιά σε τέσσερις νικητές και νικήτριες προηγούμενων ετών θα προσπαθήσουμε να σχηματίσουμε μια άποψη κατά πόσο ισχύει ο ισχυρισμός αυτός υπό το πρίσμα των ενδιαφερόντων αυτού του ιστολογίου.
O Ronald Coase, Βρετανός καθηγητής οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, ήταν ένας από τους νικητές του 1991. Την δεκαετία του 1960 ασχολήθηκε με το πρόβλημα του κοινωνικού κόστους και δημιούργησε ένα μοντέλο άμβλυνσης των εξωτερικοτήτων διάφορων οικονομικών δραστηριοτήτων το οποίο φέρει το όνομά του, χρησιμοποιώντας στοιχεία της νομικής επιστήμης. Αν μπορούσαμε να εξηγήσουμε πάρα πολύ γρήγορα το μοντέλο αυτό, θα λέγαμε ότι θεωρεί πως τα δικαιώματα ιδιοκτησίας ανάμεσα σε αλληλεπιδρώσες πλευρές είναι ρευστά και αλλάζουν έτσι ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι το πλέον συμφέρον για όλες. Σημαντικό ρόλο παίζουν τα κόστη συναλλαγής, τα οποία πρέπει να είναι χαμηλά. Το μοντέλο αυτό θεωρείται ξεπερασμένο και μη εφαρμόσιμο πλέον από ορισμένους όπως ο Thaler που θα αναφερθεί παρακάτω.
Θα κάνουμε ένα άλμα μερικών ετών και θα φτάσουμε στη νικήτρια του 2009, την Αμερικανίδα καθηγήτρια πολιτικής οικονομίας στο πανεπιστήμιο της Ιντιάνα Elinor Ostrom. Ανήκε στη σχολή οικονομικής σκέψης του νέου ινστιτουσιοναλισμού, η οποία υποθέτει ότι οι άνθρωποι σκέφτονται λογικά αλλά λόγω της ελλιπούς πληροφόρησης και γνωστικών περιορισμών χρειάζεται η δημιουργία θεσμών οι οποίοι θα επιλύσουν αυτά τα προβλήματα και θα μειώσουν τα κόστη συναλλαγής. Δούλεψε πάνω στην αειφόρο διαχείριση των κοινών πόρων και δημιούργησε οκτώ κανόνες σχεδιασμού τέτοιων συστημάτων σε τοπικό επίπεδο. Ήταν επιστήμονας του πεδίου και είχε επισκεφθεί πάρα πολλές κοινότητες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υδρογείου για να μελετήσει τους τρόπους που διαχειρίζονται τους κοινούς τους πόρους. Το περίεργο με την Ostrom είναι ότι η κριτική στο έργο της είναι ελάχιστη αλλά θέτει τα εξής ερωτήματα: προτείνει όντως έναν τρίτο δρόμο διαφορετικό από μια αυτορρυθμιζόμενη αγορά ή από μια κυβερνητική παρέμβαση-μπούσουλα; Και σε τελική ανάλυση, υπάρχει κάπου στον κόσμο οργάνωση των κοινών σύμφωνα με το μοντέλο της Ostrom εκτός των ήδη υπαρχόντων πάνω στις οποίες βασίστηκε το έργο της;
To 2017 νικητής ήταν ο Richard Thaler, Αμερικανός καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Σικάγο, για την προσφορά του στα συμπεριφορικά οικονομικά. Η διαφορά των συμπεριφορικών οικονομικών σε σχέση με τα πιο «παραδοσιακά» είναι η αντίληψη ότι οι άνθρωποι δεν παίρνουν πάντα τις λογικότερες αποφάσεις, αλλά επηρεάζονται από παράγοντες που άπτονται της ψυχολογίας και των νευροεπιστημών. Το 2008 συνέγραψε το βιβλίο Nudge, «Ωθώ», στο οποίο περιγράφει τους τρόπους με τους οποίους δημόσιοι και ιδιωτικοί οργανισμοί μπορούν να βοηθήσουν τα άτομα να παίρνουν τις «σωστές» αποφάσεις με απλά τρικ. Ένα παράδειγμα του συστήματος αυτού είναι η εφαρμογή αγορών μέσω κινητού ΑΝΤ, η οποία ανήκει στον γνωστό όμιλο Alibaba. Ο καταναλωτής κάνει μία αγορά μέσω της εφαρμογής, για παράδειγμα ένα αεροπορικό εισιτήριο, και ενημερώνεται για το περιβαλλοντικό της αποτύπωμα. Όταν κάνει αρκετές αγορές με χαμηλό περιβαλλοντικό αποτύπωμα, η εταιρεία τον επιβραβεύει με τη φύτευση ενός δέντρου σε μια περιοχή της βόρειας Κίνας. Κι έτσι έχουμε τη γέννηση ενός παράδοξου: της περιβαλλοντικά ωφέλιμης μαζικής κατανάλωσης.
Ένας από τους νικητές του 2018 ήταν ο William Nordhaus, Αμερικανός καθηγητής στο πανεπιστήμιο Yale, ο οποίος δημιούργησε ένα οικονομικό μοντέλο το οποίο υπολογίζει τη μείωση του ΑΕΠ μίας χώρας σε σχέση με την αύξηση της θερμοκρασίας λόγω της κλιματικής αλλαγής. Το 1993 δήλωσε ότι «…οι άνθρωποι παίζουμε στα ζάρια το περιβάλλον με τις παρεμβάσεις μας σε αυτό…», εξ ‘ου και το όνομα του μoντέλου του: «DICE». Χρησιμοποιήθηκε από την κυβέρνηση Ομπάμα για την χάραξη της στρατηγικής απανθρακοποίησης των ΗΠΑ. Έχει σφοδρούς επικριτές οι οποίοι επισημαίνουν ότι ενισχύει τους υποστηρικτές της χρήσης ορυκτών καυσίμων, αφού το περιβαλλοντικό τους κόστος σε ορισμένες περιπτώσεις της προσομοίωσης, φαίνεται ότι μακροπρόθεσμα θα είναι σχεδόν μηδαμινό, ενώ στην πραγματικότητα δεν μπορούμε να προβλέψουμε και, ίσως, δεν μπορούμε να φανταστούμε ούτε στο ελάχιστο τι μπορεί να συμβεί και πού, όταν καταρρέει ένα πολύπλοκο σύστημα (αύξηση της στάθμης της θάλασσας, οξείδωση των ωκεανών, πλημμύρες, ξηρασίες κ.ο.κ.) και, φυσικά, το χρηματικό κόστος της κατάρρευσης αυτής, διότι τα αποτελέσματα είναι μη γραμμικά.
Circular economy an incomplete solution for the environmental crisis
Στον προσεκτικό παρατηρητή η βράβευση του Coase είναι μία σημαντική στιγμή των βραβείων διότι έθεσε το πλαίσιο στο οποίο κινήθηκαν οι επόμενες απονομές. Όποτε η επιτροπή θέλει να ξεφύγει από τον στενό νεοφιλελεύθερο δρόμο, επιλέγει οικονομολόγους/κοινωνικούς επιστήμονες οι οποίοι ανήκουν σε μία συγκεκριμένη σχολή ανορθόδοξης οικονομικής σκέψης – πηγαίνοντας ακόμα και τριάντα χρόνια πίσω – οι οποίοι θεωρούν ότι το οικολογικό πρόβλημα μπορεί να λυθεί με οικονομικά εργαλεία, παρά την ύπαρξη παραδειγμάτων αποδείξεως του αντιθέτου, όπως το σύστημα εμπορίας αέριων ρύπων.
Ως κατακλείδα, θα παραθέσουμε το σκεπτικό της επιτροπής με το οποίο απονεμήθηκε το βραβείο στους νικητές του 2020, τους καθηγητές του Στάνφορντ Paul Milgrom και Robert Wilson, μαζί με ένα σχόλιο:
«…βοήθησαν στο σχεδιασμό νέων μορφών δημοπρασίας που χρησιμοποιούνται πλέον σε όλο τον κόσμο για την πώληση ποικίλων πραγμάτων όπως ραδιοσυχνότητες, ποσοστώσεις αλιείας, θέσεις αεροδρομίων και δικαιώματα ηλεκτρικής ενέργειας». Η κατάτμηση και η ιδιωτικοποίηση των συχνοτήτων, δηλαδή η είσοδος της αγοράς σε μία περιοχή δημόσιας ιδιοκτησίας που μόλις δημιουργήθηκε, στο οποίο λειτουργεί το επερχόμενο σύστημα τηλεπικοινωνιών πέμπτης γενιάς αλλά και η συνέχιση ιδιωτικοποιήσεων σε άλλους τομείς όπου η αγορά έχει ήδη εισέλθει, χρειάζεται εξελιγμένα οικονομικά εργαλεία και η επιτροπή Νόμπελ φροντίζει να περνά αυτό στο ευρύ κοινό ως επιστημονικό επίτευγμα.
Ο Θεοδόσης Σιάκκας είναι οικονομολόγος/ελεύθερος επαγγελματίας
1 σκέψη για το "Nobel Οικονομικής Επιστήμης και Οικολογία: εξωτερίκευση περιβαλλοντικού κόστους, αειφορική διαχείριση κοινών πόρων, καταναλωτισμός και περιβαλλοντικό αποτύπωμα, κλιματική αλλαγή και ΑΕΠ"