Η Υπόθεση της Πολυφασικής Πληθυσμιακής αύξησης
Η εμπειρία ωστόσο των τελευταίων δύο αιώνων δείχνει ότι ο ασφαλέστερος δρόμος για την εξουδετέρωση της «πληθυσμιακής βόμβας» είναι η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των αναπτυσσόμενων χωρών. Η ιστορία απέδειξε ότι η βασική υπόθεση στην οποία στήριξε την ανάλυσή του ο Μάλθους ήταν λανθασμένη. Δεν κάνουν περισσότερα παιδιά οι φτωχοί όταν βελτιώνεται το βιοτικό τους επίπεδο. Κάνουν ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή λιγότερα παιδιά. Οπότε η καταπολέμηση του υπερπληθυσμού δεν είναι ανάγκη να γίνει με νόμους και διατάγματα. Μπορεί να γίνει πολύ πιο αποτελεσματικά με την καταπολέμηση της φτώχειας, δηλαδή με βελτίωση του μορφωτικού επιπέδου και περισσότερη οικονομική ανάπτυξη. Εν τοιαύτη όμως περιπτώσει τίθεται επιτακτικά το ερώτημα «τι είδους ανάπτυξη;». Γιατί το μοντέλο που στηρίζεται στα ορυκτά καύσιμα και στη μαζική παραγωγή και κατανάλωση υλικών αγαθών εξαντλεί τους μη ανανεώσιμους φυσικούς πόρους και οδηγεί σε οικολογικό αδιέξοδο, που το βιώνουμε σήμερα με την υπαρξιακή απειλή της κλιματικής αλλαγής.
Βιώσιμη Οικολογική Ανάπτυξη
Επομένως το πρόβλημα δεν είναι η μείωση του πληθυσμού, αλλά το περιεχόμενο της ανάπτυξης. Χρειαζόμαστε έναν διαφορετικό τύπο ανάπτυξης, που θα δίνει έμφαση αφ’ ενός στα βασικά υλικά αγαθά ατομικής κατανάλωσης και αφ’ ετέρου στα δημόσια ή συλλογικά αγαθά και υπηρεσίες, από τα οποία εξαρτάται σε πολύ μεγάλο βαθμό η ποιότητα της ζωής μας (υγεία, παιδεία, συγκοινωνίες, φυσικό περιβάλλον, πολιτισμός, βιβλιοθήκες, πάρκα, αθλητικά κέντρα, αναψυχή, ψηφιακά αγαθά, ελεύθερος χρόνος). Η ίδια η οικονομική επιστήμη πρέπει να αλλάξει μυαλά στο θέμα αυτό. Δεν μπορεί πια να συνεχίζει να λέει –σαν να μη συμβαίνει τίποτα- ότι αντικείμενό της είναι η όσο το δυνατόν πιο αποτελεσματική χρήση των περιορισμένων πόρων για την ικανοποίηση των απεριόριστων ανθρώπινων αναγκών.
Ανθρώπινες ανάγκες
Οι ανθρώπινες ανάγκες δεν είναι απεριόριστες. Είναι περιορισμένες. Χρειαζόμαστε επειγόντως μια θεωρία που να προσδιορίζει εξωγενώς τις ανάγκες αυτές, που στη συνέχεια το οικονομικό σύστημα θα προσπαθεί να ικανοποιήσει. Αν αφήνουμε το ίδιο το οικονομικό σύστημα να δημιουργεί ενδογενώς (μέσω του μάρκετινγκ και της διαφήμισης) όλο και περισσότερες νέες ανάγκες και επιθυμίες με γνώμονα το κέρδος, τότε η εξάντληση των περιορισμένων φυσικών πόρων και η οικολογική καταστροφή είναι απλώς θέμα χρόνου.
Το αποτέλεσμα της καταναλωτικής νεοφιλελεύθερης διαχείρισης των αγαθών
Το επίπεδο της παραγωγικότητας και του παγκόσμιου ΑΕΠ είναι σήμερα αρκούντως υψηλό ώστε να μπορεί άνετα να λυθεί το βασικό οικονομικό πρόβλημα σ’ ολόκληρο τον πλανήτη. Ωστόσο αυτό που πρέπει επειγόντως να αλλάξει είναι το περιεχόμενο και η σύνθεση του ΑΕΠ και το κυρίαρχο πρότυπο παραγωγής και κατανάλωσης. Δεν μπορεί να ταυτίζουμε την ευημερία με την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη υλική κατανάλωση. Δεν μπορεί να ορίζουμε την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική πρόοδο ως μια ατέρμονη διαδικασία δημιουργίας και ικανοποίησης αναγκών ή επιθυμιών, γιατί αυτό οδηγεί σ’ έναν αέναο φαύλο κύκλο και σ’ ένα διαρκές σύνδρομο στέρησης εν μέσω αφθονίας. Πρέπει να θέσουμε ως πρωταρχικό στόχο τη μετάβαση από την καταναλωτική κοινωνία, σ’ αυτό που ο Σερζ Λατούς αποκαλεί κοινωνία της «λιτής αφθονίας». Όχι της «απο-ανάπτυξης». O όρος αυτός είναι ιδιαίτερα ατυχής, καθότι πολιτικά ευάλωτος, γι’ αυτό εξάλλου φαίνεται να τον εγκαταλείπει κι ο ίδιος. Μάλιστα δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση στην ελληνική γλώσσα, η οποία δεν μπορεί να εκφράσει την ουσιαστική σημασιολογική διαφορά που υπάρχει μεταξύ growth και development (ή στα γαλλικά μεταξύ croissance και développement). Και τα δύο τα αποδίδει με την ίδια λέξη («ανάπτυξη»). Δυστυχώς η απόδοση του growth ως «μεγέθυνση» δεν επεκράτησε.
Καταστροφικός Παραγωγισμός
Ατυχής θεωρώ ότι είναι και η σφοδρή κριτική που ασκεί στον «παραγωγισμό» (productivisme), δηλαδή στην αύξηση της παραγωγής ως αυτοσκοπό. Όχι ότι είναι λάθος, αλλά νομίζω ότι κι αυτή δημιουργεί εννοιολογική σύγχυση, επειδή πολλοί την εκλαμβάνουν ως κριτική στην αύξηση της παραγωγικότητας. Μόνο που η διαρκής αύξηση της παραγωγικότητας δεν είναι απλώς θεμιτή, αλλά και απαραίτητη (δεν μπορεί και δεν πρέπει να θέτουμε φραγμούς στην ανθρώπινη ευφυΐα, δημιουργικότητα και εφευρετικότητα). Με την προϋπόθεση βέβαια ότι η αυξανόμενη αυτή παραγωγικότητα θα διοχετεύεται στους τομείς οικονομικής δραστηριότητας που είναι καθοριστικοί για την ποιότητα της ζωής μας.
Ένα Οικολογικό Παραγωγικό Μοντέλο
Άλλωστε η υψηλή παραγωγικότητα είναι εκείνη που θα επιτρέψει την ουσιαστική μείωση του χρόνου εργασίας και την αντίστοιχη αύξηση του ελεύθερου χρόνου. Η υψηλή παραγωγικότητα δεν είναι απαραίτητο να συμβαδίζει με μιαν εξίσου υψηλή καταναλωτικότητα. Μπορεί εν μέρει να μετατρέπεται σε ελεύθερο χρόνο. Η οικονομική και οικολογική βιωσιμότητα οιουδήποτε μοντέλου ανάπτυξης προϋποθέτει τη δραστική αύξηση του ελεύθερου χρόνου, που όμως δεν πρέπει να συνδέεται άμεσα με την υλική κατανάλωση, αλλά με την πολιτιστική δημιουργία και την ανάπτυξη της προσωπικότητας. Χωρίς άφθονο ελεύθερο χρόνο -απαλλαγμένο από τα δεσμά του καταναλωτισμού- η οικονομική και οικολογική βιωσιμότητα είναι ανέφικτη. Γι’ αυτό και αιχμή του δόρατος όλων των προγραμμάτων κοινωνικής και οικολογικής βιωσιμότητας πρέπει να είναι η δραστική αύξηση του ελεύθερου χρόνου. Εκτός των άλλων δημιουργεί και τις προϋποθέσεις για την επίτευξη συνθηκών πλήρους απασχόλησης, ώστε να υπάρχει δουλειά για όλους. Με μειωμένο ωράριο. Ο άνθρωπος πρέπει να εργάζεται για να ζει και όχι να ζει για να εργάζεται.
Αύξηση Ελεύθερου Χρόνου και Παραγωγική Αποτελεσματικότητα
Επομένως ο αγώνας κατά της κλιματικής αλλαγής πρέπει να είναι διμέτωπος. Πρέπει να διεξάγεται ταυτόχρονα και στο κοινωνικό και στο οικολογικό πεδίο. Η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής δεν είναι μόνον τεχνικό πρόβλημα, αλλά και πολιτικό. Το γεγονός αυτό δίνει στην Αριστερά ένα σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα, που δεν το έχουν άλλες πολιτικές δυνάμεις. Κατ’ αρχάς έχει παράδοση στους κοινωνικούς αγώνες για κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα. Αλλά εκείνο που δεν γνωρίζουν πολλοί είναι ότι στο παρελθόν έχει ασκήσει και σφοδρή κριτική οικολογικού τύπου. Επέκρινε το περιεχόμενο του ΑΕΠ, δηλαδή το τι παράγει το καπιταλιστικό σύστημα και όχι μόνο την άδικη διανομή του παραγόμενου προϊόντος.
Για παράδειγμα, η σχολή του μονοπωλιακού καπιταλισμού των Σουίζι και Μπάραν ανέλυσε εκτενώς πώς το διαρκώς αυξανόμενο οικονομικό πλεόνασμα διοχετεύεται και κατασπαταλάται σε άχρηστες δραστηριότητες, που κάθε άλλο παρά συμβάλλουν στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου (εξοπλισμοί, χρηματοοικονομική σφαίρα, μάρκετινγκ, διαφήμιση κτλ.).
Η σχολή της Φραγκφούρτης μάλιστα εστιάζει την κριτική της σχεδόν αποκλειστικά στο περιεχόμενο του ΑΕΠ, στο τι παράγεται και όχι στο πώς διανέμεται. Κι αυτό για ευνόητους λόγους. Τη μεταπολεμική περίοδο η ρητορική της ταξικής πάλης για την ανατροπή του καπιταλισμού έπαψε να έχει σοβαρή απήχηση στους εργαζόμενους των προηγμένων χωρών, δεδομένου ότι το βιοτικό τους επίπεδο είχε βελτιωθεί θεαματικά στο πλαίσιο του ισχυρού κοινωνικού κράτους που δημιούργησαν οι κυβερνήσεις σοσιαλδημοκρατικού τύπου.
Ανρί Λεφέβρ
Αλλά την πιο ριζοσπαστική κριτική του τι παράγεται τη διατύπωσε ο (Γάλλος) μαρξιστής φιλόσοφος Ανρί Λεφέβρ τη δεκαετία του ’60, σε μια εποχή δηλαδή που το οικολογικό κίνημα ήταν στα σπάργανα. Ο καπιταλισμός –λέει- έχει ενσωματώσει στη λειτουργία του το αρνητικό στοιχείο της καταστροφής όχι μόνο σε περιόδους πολέμων και οικονομικών κρίσεων, αλλά και σε περιόδους ειρήνης, δηλαδή σε περιόδους φυσιολογικής λειτουργίας του οικονομικού συστήματος. Με ποιον τρόπο; Με τον επιστημονικό προγραμματισμό του κύκλου ζωής των προϊόντων. Ενώ η επιστήμη και η τεχνολογία καθιστούν δυνατή την παραγωγή ανθεκτικών προϊόντων, προϊόντων που θα διαρκούν μια ζωή, η ανάγκη διαρκούς ανανέωσης των αγορών και συνέχισης της κερδοφορίας οδηγεί τις επιχειρήσεις να παράγουν σκοπίμως προϊόντα με μικρότερη διάρκεια ζωής. Το άκρον άωτον αυτής της λογικής είναι τα προϊόντα μιας χρήσεως. Η πρακτική όμως αυτή είναι εξαιρετικά αντιοικολογική και σε βάθος χρόνου οδηγεί αναπόφευκτα στην εξάντληση των πρώτων υλών και των φυσικών πόρων του πλανήτη. Πρόκειται για αξεπέραστο δομικό πρόβλημα που δείχνει ότι μακροχρόνια ο καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς δεν είναι συμβατός με την επιβίωση του οικοσυστήματος και του ανθρώπινου είδους.
Ατομική Οικολογική Καθημερινότητα
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι πρέπει να περιμένουμε την ανατροπή του καπιταλισμού για να καταπολεμήσουμε την κλιματική αλλαγή. Κάθε άλλο. Οι επιπτώσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη είναι τόσο δραματικές (λιώσιμο των πάγων, άνοδος της στάθμης των θαλασσών και ακραία καιρικά φαινόμενα, όπως καύσωνες, μεγα-πυρκαγιές, ξηρασίες, κατακλυσμοί, τυφώνες, που προκαλούν εκτεταμένες πλημμύρες, κατολισθήσεις, διαβρώσεις εδαφών και πρωτοφανή συρρίκνωση της βιοποικιλότητας), που δημιουργούν συνθήκες έκτακτης ανάγκης. Οι κυβερνήσεις φαίνεται ότι αντιλαμβάνονται πια την κρισιμότητα της κατάστασης και αρχίζουν να δραστηριοποιούνται, έστω και αργοπορημένα και διστακτικά. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει δεσμευτεί επισήμως να πετύχει ουδετερότητα άνθρακα μέχρι το 2050 και έχει ανακοινώσει ένα επενδυτικό πρόγραμμα (Green Deal) που φιλοδοξεί να συμβάλει στην υλοποίηση αυτού του στόχου. Μετά την κρίση του κορωνοϊού ίδρυσε και το «Ταμείο Ανάκαμψης» (Recovery Fund), που θα διοχετεύσει ένα σημαντικό μέρος των κεφαλαίων του σε «πράσινες» επενδύσεις για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Και η Κίνα, ένας από τους κυριότερους ρυπαντές, φαίνεται να προσανατολίζει την πολιτική της προς την ουδετερότητα άνθρακα. Μοναδική παραφωνία ο απερχόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, που απέσυρε τη χώρα του από τη Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα (2015). Ας ελπίσουμε ότι ο νεοεκλεγείς Τζο Μπάιντεν, θα την επαναφέρει. Θα πρόκειται για μια σημαντική εξέλιξη.
Ευρωπαϊκό Green Deal
Ένα είναι βέβαιο. Από δω και στο εξής οι αγώνες για κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα θα είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι με τους αγώνες για οικολογική επιβίωση. Η αριστερά μπορεί να βρει στην οικολογία αυτό που της λείπει. Το ίδιο και η οικολογία. Είναι μεταξύ τους απολύτως συμπληρωματικές. Η όσμωσή τους, η συνένωσή τους εις σάρκα μίαν, είναι ό,τι καλύτερο και μπορεί να αποβεί σωτήρια στη σημερινή ιστορική συγκυρία που διακυβεύεται η βιολογική επιβίωση του ανθρώπινου είδους. Επομένως το παρόν και μέλλον ανήκουν στην οικολογική αριστερά, στην αριστερά της οικολογίας.
Γιώργος Δουράκης, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών, ΑΠΘ
1 σκέψη για το "Γιώργος Δουράκης: Η Πολιτική Οικονομία της Κλιματικής Αλλαγής (μέρος δεύτερο)"