Το οικολογικό πρόβλημα συνιστά τη σημαντικότερη πολιτική πρόκληση της συγκυρίας αφού μπροστά στο διακύβευμα ‘συνέχιση της ζωής στη γη ή όχι’ και την απόλυτη ερώτηση ‘τι πρέπει να γίνει‘ δεν υφίσταται παγκοσμίως επαρκής απάντηση. Στον χώρο της οικο-αριστεράς έχουν αναπτυχθεί τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις η ‘Θεωρία της Από-ανάπτυξης’, εκείνη της μαρξιστικής οικο-αριστεράς και η ‘Πράσινη Νέα Συμφωνία’ γνωστή συχνά και ως ‘Δίκαιη Πράσινη Ανάπτυξη’
Το πρόγραμμα ‘Πράσινη Μετάβαση’
Η νέα συμφωνία που προωθείται σήμερα στην ΕΕ, κατά τις πρόσφατες εκλογές στις ΗΠΑ και παλιότερα στη Βρετανία επικεντρώνει στην κλιματική αλλαγή και τα ορυκτά καύσιμα και προτείνει την εφαρμογή προγράμματος ‘Πράσινης Μετάβασης’ με στόχο τη σταθεροποίηση του κλίματος και τη βιώσιμη οικονομία ‘Σταθερής Κατάστασης’. Το επιχείρημα είναι ότι η παραγωγή και η κατανάλωση ενέργειας από ορυκτά καύσιμα είναι υπεύθυνη κατά περίπου 70% για την εκπομπή των αερίων θερμοκηπίου που ενέχονται στην αλλαγή του κλίματος (66% εκπομπές CΟ2 και 2% διαρροές μεθανίου κατά τις εξορύξεις αερίου και πετρελαίου από τα σχιστολιθικά πετρώματα).
Κλιματική σταθεροποίηση
Η προτεινόμενη λύση για τη σταθεροποίηση της μέσης θερμοκρασία του πλανήτη στους 2 °C πάνω από τον προ-βιομηχανικό μέσο όρο απαιτεί να μειωθούν οι παγκόσμιες εκπομπές CO2 κατά περίπου 40% ως το 2030 και κατά 80% ως το 2050. Υιοθετεί τα στοιχεία αρμόδιων διεθνών οργανισμών και αναγνωρίζει ότι η σημερινή κατάσταση βρίσκεται πολύ μακριά από τους στόχους. Πράγματι, αντί μείωσης, οι παγκόσμιες εκπομπές αυξήθηκαν κατά 43% μεταξύ 2000 και 2015. Το 2017, μάλιστα, οι προβλέψεις έδειχναν ότι υπό τις τότε τρέχουσες συνθήκες οι εκπομπές θα αυξάνονται με τον ίδιο ρυθμό ως το 2040.
Το πρόγραμμα της ‘Πράσινη Μετάβαση’ απορρίπτει την ιδέα ότι οι εκπομπές CO2 μπορούν να συνεχίσουν να αυξάνονται, αλλά με βραδύτερο ρυθμό από την αύξηση του ΑΕΠ και αντ’αυτού απαιτεί την άμεση εφαρμογή βιώσιμης εναλλακτικής λύσης με σταδιακή υποκατάσταση των ορυκτών καυσίμων από καθαρές πηγές ως την πλήρη αποδέσμευση.
Βελτίωση & επέκταση υφιστάμενης τεχνολογίας
Η επίτευξη των στόχων προϋποθέτει σταθερά ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από 2% και απαιτεί επενδύσεις 1.5 – 2% του παγκόσμιου ΑΕΠ ετησίως για α) την αύξηση των ενεργειακής απόδοσης της υφιστάμενης καθαρής τεχνολογίας (μόνωση κτιρίων, αποδοτικότερα καύσιμα, έμφαση στις δημόσιες μεταφορές, μείωση σπατάλης στις βιομηχανικές εγκαταστάσεις) και β) την επέκταση των καθαρών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Κατανάλωση ορυκτών καύσιμων
Αντίστοιχα οι καταναλώσεις πετρελαίου, άνθρακα και φυσικού αερίου θα πρέπει επίσης να μειωθούν κατά 2,2% ετησίως. Και εδώ ανακύπτει το μέγα ερώτημα σχετικά με την αντίδραση των ιδιωτικών εταιρειών, όπως η Exxon-Mobil και η Chevron, όσο και των δημόσιων εταιρειών, όπως η Saudi Aramco και η Gazprom.
Η προτεινόμενη υποκατάσταση κατά τη φάση της μετάβασης του πετρελαίου και του άνθρακα από το φυσικό αέριο ως ‘καυσίμου γέφυρας’ θεωρείται μη αποτελεσματική όταν η εξόρυξη πραγματοποιείται με τεχνικές fracking οι οποίες απελευθερώνουν ανεπιθύμητα παραπροϊόντα όπως το μεθάνιο. Το ίδιο ανεπιθύμητες είναι και οι τεχνολογίες πυρηνικής ενέργειας με τα συχνά ατυχήματα αλλά και οι τεχνολογίες δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα (CCS Carbon Capture and Sequestration, δέσμευση, μεταφορά και απόθεση σε υπόγειους γεωλογικούς σχηματισμούς). Η αποτελεσματικότητα και η εμπορική αξία αυτών των τελευταίων βρίσκεται σήμερα υπό συζήτηση.
Κόστη καθαρών τεχνολογιών
Και πάλι με βάση στοιχεία διεθνών οργανισμών, το 2018 το μέσο κόστος παραγωγής καθαρής ηλεκτρικής ενέργειας – αιολικής, υδροηλεκτρικής, γεωθερμικής, βιοενέργεια χαμηλών εκπομπών— ήταν σχεδόν ισοδύναμο με εκείνο από τα ορυκτά καύσιμα. Μόνο το κόστος ηλιακής ενέργειας ήταν σχετικά ψηλότερο, αναμένεται όμως να μειωθεί στο επίπεδο των ορυκτών καυσίμων ως το 2022, ενώ την ίδια στιγμή τα αντίστοιχο μέσο κόστος από τις υπόλοιπες αναμένεται χαμηλότερο.
Νέες δραστηριότητες
Αναμένεται επίσης αύξηση του βιοτικού επιπέδου και των ευκαιριών απασχόλησης. Θεωρείται γενικά ότι, σε σχέση με τη διατήρηση της τρέχουσας παγκόσμιας ενεργειακής υποδομής, η ανάπτυξη της πράσινης οικονομίας απαιτεί περισσότερες δραστηριότητες εντάσεως εργασίας, με χαμένους όμως τους άμεσα ή έμμεσα εξαρτώμενους από τη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων.
Στα θετικά εντάσσεται και η δυνατότητα για υψηλότερα επίπεδα κατανάλωσης ενέργειας χωρίς αύξηση των εκπομπών CO2. Ωστόσο, η αύξηση των επιπέδων ενεργειακής απόδοσης είναι πιθανό να δημιουργήσει φαινόμενα αναζωπύρωσης της κατανάλωσης. Αυτά όμως αναμένονται μέτρια αφού στις προηγμένες οικονομίες τα επίπεδα κατανάλωσης για οικιακές συσκευές και φωτισμό είναι κοντά στο σημείο κορεσμού, ενώ αναμένονται σημαντικά μεγαλύτερες αυξήσεις στις αναπτυσσόμενες οικονομίες.
Απαιτήσεις σε γη
Οι εκτάσεις που θα απαιτηθούν για την κάλυψη της τρέχουσας ενεργειακής κατανάλωσης από ανεμογεννήτριες, ηλιακούς συλλέκτες και βιοκαύσιμα αποτελούν σημείο τριβής. Σύμφωνα με ακραίες προβλέψεις σε χώρες με μέτριο επίπεδο ηλιοφάνειας και πληθυσμιακής πυκνότητας αυτές ανέρχονται στο 25-50% της επικράτειας. Μετριοπαθέστερες εκτιμήσεις που βάζουν στο λογαριασμό και τις αναμενόμενες τεχνικές βελτιώσεις των καθαρών τεχνολογιών μειώνουν κατά πολύ αυτά τα ποσοστά. Σε κάθε περίπτωση ο χώρος εξακολουθεί να απασχολεί σοβαρά.
Ως λύση προτείνεται ένας συνδυασμός αναδασώσεων για την καθήλωση του άνθρακα, ενώ για την παραγωγή ενέργειας προτείνεται συστηματική εγκατάσταση ηλιακών συλλεκτών σε στέγες και χώρους στάθμευσης και ανεμογεννητριών σε γεωργική γη με μικρές μόνο απώλειες παραγωγικότητας. Ειδικά για τις ΗΠΑ, οι ηλιακοί συλλέκτες στις στέγες αναμένεται να καλύψουν το 50% των τρεχουσών αναγκών, οι ανεμογεννήτριες το 40% και το υπόλοιπο 10% θα καλυφθεί από τη γεωθερμία, τα υδροηλεκτρικά φράγματα και τη βιοενέργεια χαμηλών εκπομπών, καθώς και πρόσθετες πηγές όπως η υπεράκτια αιολική ενέργεια. Τέλος, λόγω των κατά τεκμήριο μεγάλων φυσιογραφικών διαφορών στην κάθε χώρα, αλλά και από χώρα σε χώρα, η απαιτούμενη επένδυση στη μεταφορά και ενδεχόμενα την αποθήκευση της καθαρής ενέργειας δημιουργούν κόστη και αποτελούν στοιχεία συζήτησης.
Οι νέες θέσεις εργασίας και η δίκαιη μετάβαση
Όλα δείχνουν ότι οι επενδύσεις καθαρής ενέργειας θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας. Αναφέρεται ότι ανάλογα με το επίπεδο δαπανών, η αύξηση των νέων θέσεων κυμαίνεται από 75 έως 350%. Για την Ινδία π.χ., υπολογίστηκε ότι μετά την αφαίρεση των απωλειών θέσεων από τις επιχειρήσεις ορυκτών καυσίμων, η αύξηση των επενδύσεων καθαρής ενέργειας κατά 1.5% του ΑΕΠ ετησίως και για είκοσι χρόνια θα δημιουργεί 10 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας ετησίως.
Πιθανότατα, οι αμοιβές και οι εργασιακές συνθήκες στις νέες θέσεις να απαιτήσουν ειδικές ρυθμίσεις. Επίσης, στους εργαζόμενους που θα χάσουν τη δουλειά τους κατά τη μετάβαση θα πρέπει α) να δοθεί στήριξη στο εισόδημα, την επανεκπαίδευση και την ενδεχόμενη μετεγκατάσταση τους β) να υπάρξει εγγύηση των συντάξεων για τους εργαζομένους στις πληγείσες περιοχές και γ) να εφαρμοστούν αποτελεσματικά προγράμματα μετάβασης για τις κοινωνίες που εξαρτώνται από ορυκτά καύσιμα, όπως της Δ. Μακεδονίας.
Τέλος, λόγω των μεγάλων διαφορών ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες, τις περιοχές και τις χώρες, η ισότιμη κεφαλική κατανομή του κόστους της μετάβασης είναι προδήλως άδικη. Μετά από ατέρμονες συζητήσεις πιθανή λύση μοιάζει η υποχρέωση να μειώσουν οι πλούσιες χώρες τις κατά κεφαλήν εκπομπές στο επίπεδο χωρών χαμηλού εισοδήματος. Ακόμη, στο εσωτερικό της κάθε χώρας θα μπορούσε να υποχρεωθούν τα άτομα με υψηλό εισόδημα να εκπέμπουν ποσότητες ίσες με τον μέσο όρο της χώρας.
Επενδύσεις στην έρευνα και την καινοτομία
Υπό συζήτηση βρίσκονται και ζητήματα που αφορούν την αρχική χρηματοδότηση και το ρίσκο από την προώθηση της καινοτομίας, καθώς και την προσαρμογή της υφιστάμενης τεχνολογίας καθαρής ενέργειας. Στο επίκεντρο έρχονται οι νέες απαιτήσεις στην έρευνα, οι φορολογικές πολιτικές υπέρ των επενδύσεων καθαρής ενέργειας, η διαδικασία τιμολόγησης των νέων προϊόντων, η μακροπρόθεσμη σταθερότητα των κανόνων της αγοράς κ.ά. Ευρεία συζήτηση γίνεται και για την επιβολή φόρου άνθρακα επί των επιχειρήσεων που σχετίζονται με τα ορυκτά καύσιμα τα οποία και θα χρηματοδοτούν αποκλειστικά επενδύσεις καθαρής ενέργειας.
Συνεταιρισμοί παραγωγής καθαρής ενέργειας
Ένα άλλο κρίσιμο σημείο συζήτησης αφορά στη μείωση της κερδοφορίας των καθαρών επενδύσεων και το ιδιοκτησιακό καθεστώς των επιχειρήσεων. Προτεινόμενη λύση είναι ο συνδυασμός δημόσιας, δημοτικής και συνεταιριστικής ιδιοκτησίας, καθώς και ιδιωτικών εταιρειών μικρής κλίμακας. Η πράσινη συμφωνία θεωρεί ότι ο αναδυόμενος πράσινος τομέας θα τροφοδοτείται από μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, με την ευελιξία, το δυναμισμό και την επιχειρηματική αποφασιστικότητα που τις διακρίνει. Αντίθετα, η εμπειρία δείχνει ότι δεν είναι μέρος της λύσης οι μεγάλες κρατικές εταιρείες (Saudi Aramco, Gazprom, China National Petroleum Corporation, National Iran Oil Company, Petroleos de Venezuela, Petrobras στη Βραζιλία και Petronas στη Μαλαισία) που κατέχουν το 90% των παγκόσμιων αποθεμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου και ελέγχουν το 75% της παραγωγής.
1 σκέψη για το "Τί ακριβώς μας λένε μερίδα της οικο-αριστεράς και ο ΣΥΡΙΖΑ για την Πράσινη Μετάβαση. Το άνοιγμα μιας προγραμματικής συζήτησης"