Εκτός από την κριτική προς την νέα αγοραία οικολογική ορθοδοξία, η οικοαριστερά σκιαγραφεί την δική της εκδοχή Οικολογικού Μετασχηματισμού που πάει πέρα από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και την κοινωνία των ανταγωνισμών. Η επικαιρότητα της πρότασης στην τρέχουσα συγκυρία προκύπτει από το γεγονός ότι η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση από τη δεκαετία του 1970 κι εδώ έχει κλιμακώσει δραματικά τις τάσεις που, εκτός από την κατάρρευση της πολιτικής και των πολιτισμών, μπορεί να οδηγήσουν και στην κατάρρευση των κοινωνικο-οικολογικών σχηματισμών στο σύνολο τους. Για το λόγο αυτό η κατανόηση της δυναμικής του οικολογικού εκσυγχρονισμού που επιχειρεί ο καπιταλισμός καθώς και η προβολή στο προσκήνιο αντιλήψεων και πρακτικών που έχουν τις ρίζες του στην οικαριστερά έχει στρατηγική σημασία.
John Keynes
Είναι γενικά αποδεκτό ότι τα κεϋνσιανής προέλευσης εργαλεία διατηρούν την αξία τους αναφορικά με τη διαχείριση της τρέχουσας οικολογικής κρίση. Ωστόσο, οι Brand, Görg & Wissen υποστηρίζουν ότι η κεϋνσιανή εργαλειοθήκη διαθέτει περιορισμένη στρατηγική αποτελεσματικότητα στη σημερινή συγκυρία επειδή αυτή διαφέρει ριζικά από εκείνη της δεκαετίας του 30, όταν δηλαδή διατυπώθηκε το κεϋνσιανό μοντέλο. Λένε συγκεκριμένα, ότι η κρίση της δεκαετίας του 30 καθοδηγήθηκε από αντιλήψεις που κινούνταν σε αντί-φιλελεύθερη τροχιά. Έτσι, τα κοινωνικά δεινά που παρήγαγε η φάση έντονης εμπορευματοποίησης που προηγήθηκε αντιμετωπίστηκαν πολιτικά στο πλαίσιο του New Deal με τον ισχυρό έλεγχο των δυνάμεων της αγοράς.
Μπροστά στην οικολογική κρίση
Αντίθετα, θεωρούν ότι η κρίση της δεκαετίας του 1970 καθοδηγήθηκε και συνεχίζει να υπακούει στις νεοφιλελεύθερες ιδέες που κυριαρχούν στον ακαδημαϊκό χώρο και τα ΜΜΕ. Έτσι, διαμορφώθηκε ένα ευρύ κλίμα συναίνεσης που επέτρεψε στις κεντρικές τράπεζες και την αγορά χρήματος να αξιοποιήσουν υπέρ τους τις ενδογενείς καπιταλιστικές αντιφάσεις. Ο Harvey (ανάμεσα σε άλλους) υποστήριξε ότι η κυριαρχία των νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων ενίσχυσε τις δυνάμεις της αγοράς και προκάλεσε ένα νέο κύμα εμπορευματοποίησης σε παγκόσμια κλίμακα από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970 και δώθε. Την ίδια περίοδο συνέπεσε και η παρακμή του φορντικού μοντέλου των αλυσίδων παραγωγής και η σταδιακή του αντικατάσταση από μοντέλα ρομποτικής και αυτοματισμών. Αυτό επέσυρε πρόσθετες αλλαγές στους αγοραίους μηχανισμούς συσσώρευσης, αλλά και στις θεσμικές μορφές μέσω των οποίων ρυθμίζονται οι κοινωνικές αντιφάσεις (π.χ. τα συνδικάτα υποκαταστάθηκαν σταδιακά από εν πολλοίς ευκολότερα ελεγχόμενους μηχανισμούς όπως η δικαιοσύνη και οι οιονεί ανεξάρτητες αρχές).
Η οικολογική κρίση
Μπροστά στην οικολογική κρίση υπάρχουν τρεις δυνατότητες αντίδρασης α) τα πράγματα συνεχίζουν ως έχουν, με μικροαλλαγές στην παραγωγική βάση και τους μηχανισμούς κεφαλαιακής συσσώρευσης (η απλή από-καρβουνοποίηση της οικονομίας της νεοφιλελεύθερης πρότασης), β) αναδιάρθρωση των μηχανισμών ρύθμισης και του καθεστώτος συσσώρευσης, δηλαδή ενός ‘πράσινου εκσυγχρονισμού’ που όμως δεν αμφισβητεί τη δυναμική εμπορευματοποίησης της φύσης (η πρόταση της μετριοπαθούς αριστεράς για την πράσινη μετάβαση) και γ) βαθύς μετασχηματισμός με ανατροπή του καπιταλισμού (η πρόταση της ριζοσπαστικής οικαριστεράς).
Ελεύθερα βιο-φυσικά αγαθά
Η ανάλυση της οικοαριστεράς, ριζοσπαστικής ή μη, ξεκινά από τη θέση του Polanyi ότι οι βιοφυσικής προέλευσης πόροι (γη, νερό, αέρας, χλωρίδα και πανίδα) συνιστούν θεμέλια της ατομικής και κοινωνικής καθημερινότητας και είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με όλες τις εκφάνσεις της ζωής των ανθρώπων, οικονομία, πολιτική, ιδεολογία, πολιτισμός. Προσδιορίζει ως ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα του φιλελευθερισμού και ακόμα χειρότερα του νέο-φιλελευθερισμού την εμπορευματοποίηση των βιοφυσικών πόρων.
βιοφυσικά αγαθά – οιονεί εμπορικές αξίες
Υποστηρίζει ότι, μαζί με την εργασία και το χρήμα, οι βιοφυσικοί πόροι συνιστούν πλασματικά αγαθά καθόσον α) δεν είναι παράγωγα της εργασίας και β) δεν μπορούν να αναπαραχθούν μέσω επενδύσεων κεφαλαίου. Οι βιοφυσικές διαδικασίες λειτουργούν από μόνες τους, με βάση τους δικούς τους αυτόνομους νόμους και τις δικές τους αναπτυξιακές νόρμες μας λέει ο O’Connor. Ιδιαίτερα η βιολογική εξέλιξη είναι μια εξαιρετικά περίπλοκη και εν πολλοίς τυχαία διαδικασία. Και διαπιστώνει χαρακτηριστικά ότι για τα ελεύθερα φυσικά στοιχεία καθαυτά, τη γη, το έδαφος, το νερό, τον αέρα, τη βλάστηση κ.ά. δεν καταβάλλεται εργασία ώστε να παραχθούν ως προϊόντα στις απαιτούμενες ποσότητες και ποιότητες, στο σωστό μέρος και στο σωστό χρόνο, έτσι ώστε να αποκτήσουν οικονομική αξία στη διάθεση του κεφαλαίου. Με αυτή την έννοια, η φύση εκεί έξω δεν είναι εμπόρευμα. Ωστόσο, σε κοινωνίες, όπως οι δυτικές, με κυρίαρχο εδώ και αιώνες τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, οι φυσικοί πόροι θεωρούνται αυτονόητα ως ιδιοκτησία με αγοραία εμπορική αξία, που συμβάλλουν στην συσσώρευση του κεφαλαίου, χωρίς όμως να διασφαλίζεται και η αναπαραγωγή τους ως φυσικών στοιχείων εκεί έξω.
Εμπορευματοποίηση της φύσης
Η εμπορευματοποίηση της φύσης – είναι ένας από τους βασικούς μοχλούς της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, αλλά και η βασική αιτία της ολοένα και βαθύτερης οικολογικής κρίσης. Η κεντρική αντίφαση που ενέχουν αυτές οι διαδικασίες στο πλαίσιο των αγοραίων ιδεοληψιών έγκειται στο γεγονός ότι, αν και δεν παράχθηκε ως τέτοιο, το εμπόρευμα-φύση υποτάσσεται στην ανάγκη μεγιστοποίησης της κερδοφορίας με καταστροφικά αποτελέσματα για τη γονιμότητα του εδάφους, τη βιωσιμότητα της γεωργίας, της αλιεία και της κτηνοτροφίας μικρής κλίμακας, επάγει την κλιματική αλλαγή κ.λπ.
Ήπιες πρακτικές
Στη φάση κυριαρχίας του, ο νεοφιλελευθερισμός επιβάλει ακόμη και τις στρατηγικές για την αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής κρίσης που ο ίδιος δημιούργησε : Μέτρα που περιλαμβάνουν από υποστηρικτικές διαδικασίες REDD (Reducing Εmissions from Deforestation and Degradation), μέχρι κέρδη από συστήματα υπηρεσιών οικοσυστήματος,· από έργα οικοτουρισμού, και ιδιωτικοποίησης δημόσιων πόρων από τα γονίδια και τα αντιγόνα ως το νερό και την αλιεία. Η άνιση ανάπτυξη των αγορών άνθρακα δείχνει το πως και πόσο βαθιά η περιβαλλοντική πολιτική γενικεύει την εμπορευματοποίηση των αγαθών στο όνομα του ‘Πράσινου Καπιταλισμού’.
Το καθαρό νερό προϋποθέτει αγώνες
Η πρόταση της οικοαριστεράς δεν αρκείται στην απλή προστασία ή τη διατήρηση της φύσης όπως κάνει ο περιβαλλοντισμός. Προτείνει ριζικές αλλαγές στους τρόπους που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για την κάλυψη των αναγκών του, τη διατροφή, την ένδυση, τη στέγαση, τις υποδομές, τις μετακινήσεις, την επικοινωνία και τη διασκέδαση, γενικά για ολόκληρο το φάσμα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Η επίτευξη αυτών των στόχων απαιτεί σκληρούς κοινωνικούς αγώνες. Ωστόσο, πέρα από το πρακτικό αποτέλεσμα (που μπορεί και να ανατραπεί), συγκυριακές κοινωνικές κατακτήσεις που διασφαλίζουν τον δημοκρατικό έλεγχο σε υποδομές, όπως δίκτυα ύδρευσης και ενέργειας ενέχουν και ισχυρό ιδεολογικό αποτύπωμα, καθόσον συμβάλλουν στην εμπέδωση ιδεών απο-εμπορευματοποίηση της φύσης και έτσι έχουν τη δική τους αξία, αν μη τι άλλο γιατί προβάλλουν παραδειγματικά περιβαλλοντικά βιώσιμες και κοινωνικά φιλικές μορφές οικονομικής δραστηριότητας πέρα από τον καπιταλισμό.
Οικοαριστερά και ελευθερία
Η πρόταση της οικοαριστεράς δεν αγνοεί και την ανάγκη για κάποιο βαθμό κεντρικού οικονομικού σχεδιασμού, ωστόσο όχι εις βάρος της ελευθερίας και του δημοκρατικού ελέγχου των κάθε είδους πρακτικών. Ιδιαίτερη σημασία έχει η εξασφάλιση της ατομικής ελευθερίας και των δημοκρατικών ελευθεριών με την παρέμβαση των ίδιων των παραγωγών και των καταναλωτών. Αυτό απαιτεί επίσης και την πλήρη αναδιοργάνωση της οικονομίας με την ανάπτυξη και εκτέλεση περιφερειακών οικονομικών πλάνων που ευνοούν την άμεση συμμετοχή των πολιτών, καθώς και ομάδων ενδιαφερομένων, υπό συνθήκες ελευθερίας και κοινωνικής αλληλεγγύης. Με άλλα λόγια η πρόταση της οικοαριστεράς υποτάσσει την οικονομία σε μια πλουραλιστική δημοκρατική κοινωνία στη βάση της ισοτιμίας των κοινωνών σχέσεων καθώς και εκείνων με τη φύση εκεί έξω.
Πουλαντζάς
Ο ‘Μέγας Οικολογικός Μετασχηματισμός’ της αριστεράς αφορά και την κεντρική εξουσία αφού, όπως μας λέει και ο Πουλαντζάς, ως κοινωνική σχέση, το κράτος συνδέεται δομικά με την καπιταλιστική οικονομία, τις αντίστοιχες σχέσεις εξουσίας και την καθημερινή ζωή των ανθρώπων, ενώ – σε ότι μας ενδιαφέρει εδώ- το καπιταλιστικό κράτος προωθεί σε όλες τις χωρικές κλίμακες τις κυρίαρχες και καταστροφικές μορφές ιδιοκτησίας των ελεύθερων αγαθών.
Ισοτιμία
Εκτός των άλλων, η αποκατάσταση ισοτιμίας στις σχέσεις της κοινωνίας με τη φύση οφείλει να υπηρετεί και τη δίκαιη υπέρβαση των κλιματικών ανισοτήτων και αδικιών, των ανισοτήτων στην απώλεια ενδιαιτημάτων και την κατασπατάληση φυσικών πόρων, των ανισοτήτων και των αδικιών ανάμεσα στις τοπικότητες, τις φυλετικές ανισότητες, τις ανισότητες στις σχέσεις εξουσίας που απλώνονται σε επίπεδο πλανητικό. Για να γίνει αυτό πρέπει να ανατραπεί η βαθειά αιτία της ανισοτιμίας που προκαλεί το διαρκές βάθεμα της οικολογικής κρίσης, δηλαδή η βαθειά πίστη που καταδυναστεύει τις βόρειες κοινωνίες και ανάγει σε κανονικότητα αυτού του κόσμου, τις τοπικές αλλά και τις παγκόσμιες σχέσεις κυριαρχίας, εξουσίας και εντέλει δικαιωμάτων υπερεκμετάλλευσης των βιοφυσικών πόρων υπέρ του εκάστοτε Βορά και εναντίον του εκάστοτε Νότου.