Alf Hornborg
Κατά τη δεκαετία του 1980 αρκετοί σοσιαλιστές θεωρητικοί καταλόγιζαν στον μαρξισμό παραμέληση αν όχι και έγνοια των οικολογικών ζητημάτων. Για πολλούς, η μαρξιστική οικονομία παραγνώριζε συστηματικά τη σημασία που ενέχει το φυσικό περιβάλλον ως αντικειμενική, υλική, περιοριστική πραγματικότητα εκεί έξω. Ορισμένοι ανέδειξαν τους φυσικούς περιορισμούς στην οικονομική δραστηριότητα που επιβάλουν οι οικολογικές συνθήκες. Άλλοι, υποστήριξαν την άποψη ότι εκτός από την εργασία, πηγή οικονομικής αξίας αποτελεί και η φύση.
Εργατική δύναμη
Ορισμένοι αναγνώρισαν την πρόθεση του Μαρξ να συμπεριλάβει στην ανάλυσή του αρμονικά, αφενός την εργατική δύναμη που την όριζε με όρους βιοφυσικούς, δηλαδή ως φυσική δύναμη που ακολουθώντας τον βιολογικό κύκλο γεννιέται, τρέφεται μεγαλώνει και πεθαίνει και αφετέρου την κοινωνία. Υποστήριξαν, ωστόσο, ότι ο Μαρξ απέτυχε επειδή η φύση και η οικονομία συνιστούν ασύμβατες οντολογίες. Μας είπαν δηλαδή, ότι η φυσική ενέργεια και η οικονομική αξία αποτελούν όχι μόνο διακριτές αλλά και ασύμβατες αναλυτικές οντότητες. Έτσι εξηγούσαν την εννοιολογική σύγχυση που καταλόγιζαν στον Μαρξ όταν περιέγραφε την ιστορική μετάβαση της παραγωγικής διαδικασίας από τη φάση της οργανικής ενέργειας με προέλευση φυτικά, ζωικά και ανθρώπινα απορρίμματα προς τη χρήση ανόργανης ενέργειας που παρέχεται από ορυκτά καύσιμα.
Η επώνυμοι μαρξιστές υπήρξαν περισσότερο συγκεκριμένοι. Ο Benton, για παράδειγμα, καταλόγιζε τεχνολογική υπερ-αισιοδοξία στη μαρξιστική θεωρία όταν αγνοούσε τα όρια που θέτει η φύση στην παραγωγή. Υποστήριξε ότι τελικά και ο Μαρξ αποδέχθηκε την προμηθεϊκή ιδέα που διαπερνά την κλασική πολιτική οικονομία (η επιστήμη έχει τη λύση) και θεμελίωσε τη δέσμευση του Διαφωτισμού στην τεχνολογική πρόοδο.
Η δεύτερη αντίφαση του καπιταλισμού
Την ίδια περίοδο, ο O’Connor προτείνει ότι ο καπιταλισμός υποφέρει όχι από μία αλλά από δύο αντιφάσεις που παράγουν κρίσεις. Με στόχο την πραγματοποίηση της υπεραξίας, η πρώτη αντίφαση παράγεται από την τάση του κεφαλαίου να διατηρεί τους μισθούς και συνακόλουθα τη ζήτηση κάτω από το επίπεδο που είναι απαραίτητο για την αγορά του συνόλου των εμπορευμάτων με συνέπεια τις κρίσεις υπερ-συσσώρευσης αδιάθετων προϊόντων. Η δεύτερη αντίφαση του καπιταλισμού παράγεται από την τάση του κεφαλαίου να υποβαθμίζει τις ‘συνθήκες παραγωγής’ μεταξύ των οποίων και το φυσικό περιβάλλον. Για το λόγο αυτό η παραγωγή αγαθών εμφανίζει δυσκολίες και οδηγεί σε κρίσεις υποπαραγωγής. Η αξία της συμβολής του O’Connor ήταν να προσθέσει το ρόλο των φυσικών περιορισμών στο κλασσικό μαρξιστικό πλαίσιο. Έτσι, εντοπίζει παράγοντες των κοινωνικο-περιβαλλοντικών συγκρούσεων και έξω από το βιομηχανικό προλεταριάτο. Επιπρόσθετα, καθιστά σαφές ότι οι βιομηχανικοί εργάτες δεν είναι τα μόνα θύματα καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, το ίδιο συμβαίνει και με τους φυσικούς πόρους.
Στο τέλος της δεκαετίας του 90 ο Burkett καταλογίζει στον O’Connor ότι παραγνωρίζει τις οικολογικές ιδέες των ιδρυτών του μαρξισμού. Ο ίδιος καταφεύγει στην ερμηνεία κειμένων του 19ου αιώνα για να δείξει ότι η θεωρία της αξίας του Μαρξ είχε πράγματι σκοπό να φιλοξενήσει τις φυσικές, υλικές πτυχές της καπιταλιστικής οικονομίας κατανοώντας τις ως ‘αξίες χρήσης’ και να τις αντιπαραβάλει στις ‘αγοραίες αξίες’.
Ο επιβαρυμένος κοσμος του μεταβολικού χάσματος
Την ίδια περίοδο ο Μπέλαμυ-Φόστερ απέδωσε την αγνόηση των οικολογικών ανησυχιών του Μαρξ από τον Δυτικό Μαρξισμό του 20ου αιώνα στην κριτική που άσκησε η Σχολή της Φρανκφούρτης στον τεχνολογικό ορθολογισμό και τον Διαφωτισμό. Ο Φόστερ υποστήριξε ότι, σε αντίθεση με ότι γενικά πιστεύεται, ο ίδιος ο Μαρξ ανησυχούσε ιδιαίτερα για τα οικολογικά ζητήματα της εποχής του και επανέφερε στο προσκήνιο την ιδέα της ‘μεταβολικής ρήξης’ και τις διαφορές ανάμεσα στην ύπαιθρο και το άστυ αναφορικά με τις ροές θρεπτικών ουσιών. Μια δεκαετία αργότερα οι Φόστερ, Κλαρκ και Γυόρκ επέκτειναν και πέρα από τα θρεπτικά συστατικά του εδάφους την ιδέα της ‘μεταβολικής ρήξης’ που προκαλούν οι υλικές ροές του βιομηχανικού καπιταλισμού ώστε να αγκαλιάσουν τις ευρύτερες ασυμμετρίες και ανισότητες που εμφανίζει η σύγχρονη παγκόσμια κοινωνία.
Προμηθεϊσμός
Έκτοτε, σε πολλές ευκαιρίες ο Burkett και ο Foster συνέχισαν να υπερασπίζονται τους Μαρξ και Ένγκελς ενάντια στις κατηγορίες του Προμηθεϊσμού και της οικολογικής άγνοιας που έχουν απευθυνθεί στους ιδρυτές του Μαρξισμού σοσιαλιστές οικολόγοι όπως οι Gorz, Martinez-Alier, Benton, Altvater, O’Connor, Lipietz, και Kovel ανάμεσα σε πολλούς άλλους. Σήμερα είναι πολλοί αυτοί στην οικο-αριστερά, που εκτιμούν ότι περισσότερα έχουν να προσφέρουν οι αναγκαίες τροποποιήσεις του θεωρητικού μαρξικού πλαισίου παρά η ανάδειξη των ασαφειών ή και η ολοκληρωτική αγνόηση των υφιστάμενων επισημάνσεων στο έργο των Μαρξ και Ένγκελς. Ορισμένοι μάλιστα υποστηρίζουν ότι οι ανησυχίες του Μαρξ θέτουν πραγματικά τις βάσεις για έναν διεπιστημονικό οικολογικό μαρξισμό που ο ίδιος ο Μαρξ δεν μπορούσε βέβαια να αναπτύξει στην εποχή του.
Actor Network Theory
Ανέκαθεν, άλλωστε, η διασύνδεση της γνώσης σχετικά με το πώς λειτουργούν οι κοινωνίες με τη γνώση για το πώς λειτουργεί η φύση υπήρξε για τους μαρξιστές δυσεπίλυτο πρόβλημα. Τα τελευταία τριάντα χρόνια πάντως, διαδοχικές συμβολές από τους Smith, Harvey, Murdoch, Castree και πολλούς άλλους έχουν δημιουργήσει τη θεωρητική βάση (actor network theory) όπου, εκτός από κοινωνική κατασκευή, η φύση αναγνωρίζεται και ως πραγματικότητα αντικειμενική, αυτόνομη, και περιοριστική. Τούτη η συζήτηση φιλοδοξεί, εντέλει, να συμβάλει στην υπέρβαση του δυϊσμού φύση-κοινωνία και προβάλει ως κεντρικό στοιχείο της ανάλυσης (αναλυτική οντότητα) την ύπαρξη υβριδικών οικο-κοινωνικών σχηματισμών. Να σημειωθεί, ωστόσο και το γεγονός ότι, πρόσφατα έχουν ανακύψει επιφυλάξεις αναφορικά με την ένταξη του φυσικού και του κοινωνικού σε ένα άμορφα ενοποιημένο σύνολο επειδή, υποστηρίζεται, αυτό δεν συμβάλλει στις αναλυτικές φιλοδοξίες του ιστορικού υλισμού.
1 σκέψη για το "Από την άγνοια στην οικολογική ρήξη 40 χρόνια δρόμος: ένα σχεδίασμα της διαδρομής του οικομαρξισμού"