Η οικονομική κρίση στα τέλη της δεκαετίας του 2000 προκάλεσε σημαντικές αλλαγές στις πρακτικές του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και ειδικότερα σε εκείνες του νεοφιλελεύθερου περιβαλλοντισμού*. Μαζί με την απελευθέρωση της κίνησης των κεφαλαίων σε παγκόσμια κλίμακα και τις νίκες του επί των κεϋνσιανών και αναπτυξιακών κρατών πρόνοιας, ο νεοφιλελευθερισμός προχώρησε και σε νέες μορφές συσσώρευσης μέσω της ανεξέλεγκτης ιδιοποίησης πόρων της περιφέρειας —εξορύξεις, μονοκαλλιέργειες, χώροι απόθεσης επικίνδυνων αποβλήτων, οικοτουριστικά υπερθεάματα κ.ά., κοντολογίς, υπερεκμετάλλευσης των πράσινων αξιών και αρπαγές γης και άλλων πόρων—. Η κατάρρευση του 2008, ωστόσο, έδειξε καθαρά την αδυναμία των νεοφιλελεύθερων πολιτικών να διασφαλίσουν την αδιατάρακτη πορεία στο νέο παγκόσμιο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο του υποτιθέμενου ‘τέλους των ιδεολογιών’. Πλήθη ετερόδοξων στα πανεπιστήμια και τα κινήματα πάλεψαν να αφυπνίσουν τις ισχυρές κυβερνώσες ελίτ, άλλοτε με κάποια επιτυχία, συχνότερα μάταια, ενώ οι πιο ριζοσπαστικές φωνές επεδίωξαν και συστημικές ρήξεις. Εξελίξεις υπήρξαν και στο επίπεδο της τρέχουσας πολιτικής σκηνής. Στις ΗΠΑ του Ομπάμα, για παράδειγμα και με βάση μια νεοκεϋνσιανή ρητορική ψηφίστηκαν νόμοι και έτρεξαν εθνικά προγράμματα υπέρ της αναθέρμανσης των δημόσιων επενδύσεων. Ακόμα, υιοθετήθηκαν, διστακτικά έστω, μέτρα τεχνολογικής αναζωογόνησης και δημιουργίας ποιοτικών θέσεων εργασίας. Αναζητήθηκε με άλλα λόγια ένας δρόμος απόρριψης των νεοφιλελεύθερων πολιτικών της υπερσυσσώρευσης και η επιστροφή στην πραγματική οικονομική ανάπτυξη. Χωρίς σπουδαία πραγματικά αποτελέσματα βέβαια οι προσπάθειες αυτές δημιούργησαν κλίμα.
Ο νεοφιλελεύθερος πράσινος εκσυγχρονισμός
Αντιδρώντας, οι κυβερνώσες ελίτ πρόβαλαν την ανάγκη της ‘πράσινης οικονομίας’ ως κινητήριας δύναμης μιας μεταλλαγμένης οικονομικής ανάπτυξης, πάντα στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης προοπτικής. Στην πράξη, τα προγράμματα πράσινης οικονομικής ανάπτυξης που πρότειναν δεν είχαν άλλο στόχο παρά την αναδιατύπωση των νεοφιλελεύθερων περιβαλλοντικών πολιτικών με όρους βιομηχανικής και ιδίως μεταβιομηχανικής καινοτομίας. Κοντολογίς, να διατυπώσουν τη νεοφιλελεύθερη προοπτική με όρους ‘οικολογικού εκσυγχρονισμού’. Με την υπόσχεση να υποστηρίξουν τις ανερχόμενες βιομηχανίες ‘καθαρής τεχνολογίας’, ιδιαίτερα εκείνες που ανήκουν στις εναλλακτικές πηγές ενέργειας, τα προγράμματα αυτά χρηματοδοτήθηκαν με υπέρογκα ποσά σε χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Κίνα, η Ινδία, η Γερμανία και αλλού. Το μότο ήταν ο απογαλακτισμός της οικονομίας από τα ορυκτά καύσιμα με στόχο τον μετριασμό της κλιματικής κρίσης.
Ο Σουμπέτερ και η δημιουργική καταστροφή
Η οικοαριστερά από την πλευρά της, ενώ έχει ασκήσει έντονη κριτική σε πολλές πλευρές της πρότασης για ‘πράσινο καπιταλισμό’, μόλις πρόσφατα άρχισε να ψυλλιάζεται τις παγίδες της ‘πράσινης οικονομίας’ νεοφιλελεύθερης κοπής. Πράγματι, τελευταία αρχίζει να γίνεται αντιληπτό ότι ένα από τα πιο σημαντικά αποτελέσματα της νεοφιλελεύθερης εκδοχής για την ‘πράσινη οικονομία’ υπήρξε η εγκατάλειψη των εργαλείων μέσω των οποίων επιχειρούνταν οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις. Τα παλιά εργαλεία υλοποιούσαν τις λογικές της δημιουργικής καταστροφής (Σουμπέτερ) και του παγκόσμιου μηδενικού αθροίσματος (κάποιος κερδίζει και κάποιος χάνει ισόποσα). Σύμφωνα με την τελευταία, η τεχνολογική ανάπτυξη σε ορισμένες περιοχές του παγκόσμιου συστήματος συνεπάγεται την υπανάπτυξη και την περιβαλλοντική υποβάθμιση σε άλλες με το ισοζύγιο να διατηρείται στο μηδέν. Στη θέση τους προβάλλονται σήμερα νέα εργαλεία, χωρίς όμως να αλλάζει και η ουσία της παραγωγικής διαδικασίας. Στο επίκεντρο της πράσινης καπιταλιστικής πολιτικής έρχεται μια μηδενικού αθροίσματος αντίληψη πράσινης ανάπτυξης που είναι πιο επιθετική και πιο εθνοκεντρική αυτή τη φορά. Υφίστανται διάφορες εκδοχές της νέας πρότασης. Μία από αυτές θέλει την πόλωση μεταξύ φτωχών και πλούσιων περιοχών του κάθε κράτους ως τη φυσική μορφή καπιταλιστικής ανάπτυξης. Οι κοινωνικές και συνακόλουθα οι περιβαλλοντικές ανισότητες είναι φυσικές, δεν είμαστε όλοι ίδιοι δηλώνει ο Έλληνας πρωθυπουργός από το βήμα της διεθνούς έκθεσης. Μια άλλη εκδοχή θεωρεί θεμιτό ή ακόμα και φυσικό τα λιγότερο εύπορα τμήμα ορισμένων εθνικών πληθυσμών, της Γερμανίας π.χ., να εκμεταλλεύονται και να κερδίζουν σε βάρος του περιβάλλοντος τρίτων χωρών, του Ευρωπαϊκού Νότου συμπεριλαμβανομένου. Είναι ακόμα πιο κραυγαλέα η εκδοχή μηδενικού αθροίσματος που βασίζει την περεταίρω ανάπτυξη της εθνικής κοινωνικής ασφάλισης ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών στην υπερεκμετάλλευση της εργασίας των μεταναστών από τον υποβαθμισμένο Νότο, την ίδια στιγμή που Ευρωπαϊκή Ένωση ορθώνει ανυπέρβλητα εμπόδια στη μετανάστευση.
Η απογείωση τη παράκτιας μεταποίησης και η νεοφιλελεύθερη ηγεμονία
Στις χώρες του κέντρου η νεοφιλελεύθερη προοπτική διατηρεί την ηγεμονία. Πράγματι, η συνεχιζόμενη επικέντρωση της οικονομίας στα χρηματοοικονομικά, η αυξημένη παραγωγικότητα της υπεράκτιας μεταποίησης (Τουρκία, Κίνα, Μπαγκλαντές κ.ά.), καθώς και η οικονομική επισφάλεια της εργατικής και κυρίως της μεσαίας τάξης επιτρέπει στα νεοφιλελεύθερα δόγματα να προπαγανδίζουν πειστικά, ακόμα και την ώρα της κρίσης, τις δυνατότητες νέων και πολλών πράσινων θέσεων εργασίας. Αντλώντας από ένα είδος σουμπετεριανής πράσινης έμπνευση διάφοροι θεωρητικοί της καινοτομίας συνεχίζουν να ερμηνεύουν την πράσινη οικονομία με όρους κοινωνικής και τεχνικής/ενεργειακής μετάβασης και οικολογικού μετασχηματισμού.
Η γεωγραφία του κεφαλαίου
Στους χώρους υψηλής τεχνολογίας κυριαρχούν αφηγήσεις σύμφωνα με τις οποίες η επιτάχυνση της καινοτομίας μεταμορφώνει μια υπάρχουσα αγορά πολύπλοκων και υψηλού κόστους προϊόντων εισάγοντας απλότητα, ευκολία, προσβασιμότητα και οικονομική προσιτότητα ‘disruptive innovation’. Στο ίδιο ευτυχές αποτέλεσμα υποτίθεται ότι οδηγούν και ο αυξημένος τεχνολογικός και βιομηχανικός ανταγωνισμός μηδενικού αθροίσματος. Με βάση αυτά τα δόγματα, οι επιχειρήσεις εναλλακτικής ενέργειας επιδιώκουν να μεταμορφώσουν την υπάρχουσα ενεργειακή βιομηχανία, να παροπλίσουν τις παλιές εξορυκτικές τεχνολογίες, να αλλάξουν οργανωτικές μορφές και χώρους παραγωγής της ενέργειας, να αλλάξουν εντέλει τις γεωγραφίες του κεφαλαίου.
Η γεωγραφία των φυσικών πόρων της Αφρικής
Ωστόσο, οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων έχουν αποδειχθεί δύσκολος αντίπαλος οπότε η μάχη απαιτεί συνεχή ανανέωση οπλοστασίου. Πρόσφατα, στο πλαίσιο της ενδοκαπιταλιστικής διαμάχης επιστρατεύτηκε σιωπηρά και ο ακτιβισμός υπέρ της κλιματικής δικαιοσύνης. Για παράδειγμα, διάφοροι διεθνείς περιβαλλοντικοί οργανισμοί, όπως ο 350.org, διεξάγουν μεγάλες εκστρατείες στο όνομα της περιβαλλοντικής δικαιοσύνης με στόχο να προσελκύσουν δωρεές, αλλά και να πείσουν επενδυτές σε εταιρείες ορυκτών καυσίμων, όπως τα συνταξιοδοτικά ταμεία, να επενδύουν εφεξής υπέρ των πράσινων ανταγωνιστών τους. Ακόμη, και με στόχο να πιέσουν καταστάσεις από τους χρηματοοικονομικούς παράγοντες χρησιμοποιούνται ως εργαλεία η δημοσιοποίηση των εποχικών οικονομικών κινδύνων που ενέχουν τα ‘λανθάνοντα’ περιουσιακά στοιχεία, εκείνα δηλαδή που έχουν υποτιμηθεί εξαιτίας περιβαλλοντικών παραγόντων, όπως η κλιματική κρίση και η αντίστοιχη ευαισθητοποίηση της κοινωνίας. Πρόκειται για κολοσσιαία επιχείρηση υποτίμησης αποθεμάτων ορυκτών πόρων αξίας πολλών τρις, που φτάνει και ως την αχρήστευση της σημερινής παγκόσμιας γεωγραφίας των πόρων.
Καζακτάν 2017
Συνοπτικά, στο πλαίσιο της καπιταλιστικής προοπτικής, το οπλοστάσιο του ‘πράσινου εκσυγχρονισμού’ περιλαμβάνει γνωστές κατευθύνουσες τεχνικές όπως τα επιστημονικά και τα εκλαϊκευτικά δημοσιεύματα, τα συνέδρια, τα στρογγυλά τραπέζια, τις τηλεοπτικές εκπομπές, τα ελεύθερα βίντεο κ.ά. όπου αναλύονται ζητήματα καθαρής τεχνολογίας, αναπλαισιώνονται και μεταγλωττίζονται κατάλληλα τα οράματα που προβάλουν τα αυθεντικά κίνημα, διατυπώνονται επιχειρήματα με βάση τις κακές αξιολογήσεις των λανθανόντων περιουσιακών στοιχείων κ.ά.
Τελικά φαίνεται ότι αυτές οι αλληλένδετες πρακτικές υποτίμησης της εξορυκτικής βιομηχανίας υπέρ της πράσινης οικονομίας συνιστούν κάτι πολύ περισσότερο από τον απλό ανταγωνισμό ανάμεσα σε αντίπαλες εταιρείες για μερίδια στην αγορά της ενέργειας. Πολλοί μιλούν για την τεχνολογική και ‘ηθική’ υποτίμηση και, εν τέλει, αποεμπορευματοποίησης της αγοράς ενέργειας. Αν και η αποεμπορευματοποίηση αποτελεί βασικό αίτημα του αυθεντικού πράσινου περιβαλλοντικού κινήματος μένει να αποδειχθεί το κατά πόσον οι ένδοκαπιταλιστικές διαμάχες μπορούν, έστω και κατά λάθος, να συμβάλουν προς αυτή την κατεύθυνση. Η ανάδειξή τους, όμως, οφείλει να μπει στο στόχαστρο της χειμαζόμενης ριζοσπαστικής αριστεράς.
*μέρος της προβληματικής του παρόντος οφείλεται σε εργασία που δημοσιεύτηκε από την S. Knuth το 2017 στο περιοδικό Capitalism, Nature, Socialism υπό τον τίτλο Green Devaluation: Disruption, Divestment, and Decommodification for a Green Economy
1 σκέψη για το "Γίνεται πολιτική οικολογία χωρίς ανάλυση των παγίδων του πράσινου εκσυγχρονισμού ?"