John Maynard Keynes
Η καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής απαιτεί έναν ριζικό αναπροσανατολισμό της οικονομικής δραστηριότητας, ο οποίος δεν φαίνεται να είναι συμβατός με τη λογική του υπαρκτού καπιταλισμού των αυτορρυθμιζόμενων αγορών και του ανεξέλεγκτου κέρδους. Τουτέστιν του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Αυτός είναι ο λόγος που συντηρητικές δεξαμενές σκέψης (όπως το Cato Institute ή το Heritage Foundation) και ιδεολογικά αδιάλλακτοι και φανατικοί νεοφιλελεύθεροι τύπου Τραμπ είτε αρνούνται πεισματικά την κλιματική αλλαγή είτε την αποδέχονται μεν, αλλά αντιτίθενται στη λήψη άμεσων μέτρων. Φοβούνται ότι το σύστημα της ελεύθερης αγοράς δεν μπορεί από μόνο του να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά την κλιματική κρίση και θα χρειαστεί οπωσδήποτε μεγάλης κλίμακας κρατική παρέμβαση.
Joseph Stiglitz
Οι κεϊνσιανοί βλέπουν την κλιματική αλλαγή σαν μια πρόκληση, που αν αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά με μια καλοσχεδιασμένη επεκτατική νομισματική και δημοσιονομική πολιτική προσανατολισμένη στην πράσινη ανάπτυξη, θα αποδείξει έμπρακτα την ανωτερότητα του κρατικού παρεμβατισμού κεϊνσιανού τύπου και θα μας απαλλάξει μια για πάντα από τον τοξικό νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό. Χαρακτηριστική από την άποψη αυτή είναι η πρόταση του Τζόζεφ Στίγκλιτς για ένα πράσινο New Deal, δηλαδή για δημόσιες επενδύσεις μεγάλης κλίμακας με παράλληλο ριζικό αναπροσανατολισμό και μετασχηματισμό της οικονομίας υπό τον καθοδηγητικό ρόλο του κράτους:
«…[η ουδετερότητα άνθρακα] δε θα συμβεί αφ’ εαυτής και δε θα συμβεί εάν την αφήσουμε αποκλειστικά στην αγορά. Θα συμβεί μόνον εάν συνδυάσουμε υψηλά επίπεδα δημοσίων επενδύσεων με ισχυρή ρύθμιση και κατάλληλη περιβαλλοντική τιμολόγηση. Επίσης δε μπορεί ή δεν πρόκειται να συμβεί εάν ρίξουμε το βάρος της προσαρμογής στους φτωχούς: η περιβαλλοντική βιωσιμότητα μπορεί να επιτευχθεί μόνο σε συνδυασμό με τις προσπάθειες για την επίτευξη μεγαλύτερης κοινωνικής δικαιοσύνης».
Πολιτικές αποανάπτυξης
Παράλληλα όμως ο Στίγκλιτς διαχωρίζει με σαφήνεια τη θέση του από τους οικολόγους που τάσσονται υπέρ της «μηδενικής ανάπτυξης» ή της «αποανάπτυξης». Θεωρεί ότι η ανάπτυξη είναι καλή και επιθυμητή, γιατί μέσω αυτής καταπολεμάται η φτώχεια και βελτιώνεται το βιοτικό επίπεδο δισεκατομμυρίων ανθρώπων στις χώρες του τρίτου κόσμου:
«Μερικοί υποστηρίζουν ότι ο στόχος της συμφωνίας του Παρισιού για τον περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη διακοπή της οικονομικής ανάπτυξης […] Πιστεύω ότι αυτό είναι λάθος. Όσο εσφαλμένη κι αν είναι η εμμονή για ένα συνεχώς αυξανόμενο ΑΕΠ, αν δεν υπάρχει οικονομική ανάπτυξη, δισεκατομμύρια άνθρωποι θα παραμείνουν χωρίς επαρκή τροφή, στέγαση, ένδυση, εκπαίδευση και ιατρική περίθαλψη […] Αλλά υπάρχουν μεγάλα περιθώρια να αλλάξουμε την ποιότητα της ανάπτυξης και να μειώσουμε σημαντικά τις περιβαλλοντικές της επιπτώσεις, χωρίς να καταδικάσουμε δισεκατομμύρια ανθρώπους σε μια ζωή γεμάτη στερήσεις».
Green New Deal
Συμμερίζεται όμως σε μεγάλο βαθμό τις άλλες απόψεις των οικολόγων, διευκρινίζοντας ότι η ανάπτυξη στην οποία αναφέρεται πρέπει να έχει ποιοτικά διαφορετικό περιεχόμενο, το οποίο και σε γενικές γραμμές προσδιορίζει:
«Για να ζήσουμε με τα πλανητικά μέσα που έχουμε στη διάθεσή μας, θα πρέπει να αλλάξουμε πολλές πλευρές του τρόπου ζωής μας -το πώς οργανώνουμε τις οικονομίες μας, τις πόλεις μας και τα συστήματα μεταφοράς, ενέργειας, στέγασης και διατροφής μας. Τα καλά νέα είναι ότι σήμερα οι περισσότερες χώρες του κόσμου το αναγνωρίζουν αυτό. Τα κακά νέα είναι ότι η χώρα που ρυπαίνει τον πλανήτη περισσότερο απ’ όλες το αρνείται».
Ο Τζόζεφ Στίγκλιτς ήταν και επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας που συνέταξε την έκθεση των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή το 1995. Όπως ομολογεί ο ίδιος η έκθεση αυτή δεν χτύπησε το καμπανάκι αρκετά δυνατά, γιατί οι επιστήμονες δεν είχαν στη διάθεσή τους τα συντριπτικά στοιχεία που υπάρχουν σήμερα για την ένταση του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής και για τα ακραία καιρικά φαινόμενα, που προκαλούν τεράστιες φυσικές και οικονομικές καταστροφές. Ήταν επίσης υπεύθυνος, μαζί με τον Νίκολας Στερν του London School of Economics, της ερευνητικής επιτροπής υψηλού επιπέδου που συνέταξε την έκθεση για τον τρόπο τιμολόγησης του άνθρακα, ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι της Συμφωνίας του Παρισιού για το Κλίμα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της επιτροπής ο στόχος της δραστικής μείωσης του διοξειδίου του άνθρακα, ώστε να περιοριστεί η υπερθέρμανση του πλανήτη σε 1,5-2,0 βαθμούς Κελσίου πάνω από τα επίπεδα της προβιομηχανικής εποχής, μπορεί να επιτευχθεί με μια σχετικά μικρή επιβάρυνση της τιμής του άνθρακα.
Kristalina Georgieva
Υπάρχουν βέβαια και άλλες διεθνείς πρωτοβουλίες και επιτροπές που ασχολούνται με την αντιμετώπιση του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής και κάνουν έκκληση στις κυβερνήσεις και στις επιχειρήσεις να ευαισθητοποιηθούν και να κινητοποιηθούν (κι αυτό είναι ένα ευχάριστο νέο, που πρέπει να μας κάνει συγκρατημένα αισιόδοξους). Όπως για παράδειγμα η Παγκόσμια Επιτροπή για την Προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, της οποίας προΐστανται ο πρώην Γ.Γ. του ΟΗΕ Μπαν Κι-μουν, ο Μπιλ Γκέιτς και η Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, πρώην επικεφαλής της Παγκόσμιας Τράπεζας και νυν του ΔΝΤ. Αυτή η σαφής και αποφασιστική στάση της Κρισταλίνας Γκεοργκίεβα στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής φαίνεται ότι έχει θορυβήσει τους συντηρητικούς κύκλους του ΔΝΤ, που προσπαθούν να την ανατρέψουν πραξικοπηματικά. Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζει o Στίγκλιτς.
Η συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα
Τον περασμένο Σεπτέμβριο η επιτροπή αυτή δημοσίευσε μια έκθεση που δίνει έμφαση κυρίως στην ανάγκη προσαρμογής στο φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής, εν αντιθέσει με την έκθεση της επιτροπής Στίγκλιτς-Στερν, που δίνει έμφαση κυρίως στην καταπολέμηση και στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής. Αλλά δεν είναι αυτή η ουσιαστική διαφορά τους. Ο μετριασμός και η προσαρμογή είναι συμπληρωματικές και όχι εναλλακτικές στρατηγικές και συγκροτούν από κοινού τους δύο βασικούς πυλώνες που προβλέπει η Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα. Τη συμφωνία αυτή υπέγραψαν 197 χώρες, μεταξύ αυτών και οι ΗΠΑ, που εν συνεχεία αποχώρησαν, αλλά πρόσφατα επανήλθαν.
Η κυριότερη διαφορά είναι ότι η έκθεση Κι Μουν-Γκέιτς-Γκεοργκίεβα έχει διαφορετικό ιδεολογικό προσανατολισμό και -εμμέσως πλην σαφώς- υιοθετεί μια διαφορετική οικονομική και πολιτική φιλοσοφία. Αφήνει να εννοηθεί ότι οι απαιτούμενες μαζικές επενδύσεις μπορεί να γίνουν στο πλαίσιο του σημερινού συστήματος της ελεύθερης αγοράς, γιατί είναι εξαιρετικά συμφέρουσες (επενδύσεις –λέει- συνολικού ύψους 1,8 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, που απαιτούνται τη δεκαετία 2020-2030, μπορεί να αποφέρουν κέρδη 7,1 τρισεκατομμυρίων δολαρίων). Άρα, σύμφωνα με το σκεπτικό αυτό, είναι περιττό το πράσινο New Deal που προτείνει ο Στίγκλιτς και οι άλλοι κεϊνσιανοί. Υποτίθεται ότι η αγορά είναι σε θέση να φέρει μόνη της σε πέρας τον απαιτούμενο αναπροσανατολισμό και την απαιτούμενη πράσινη αναδιάρθρωση για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
https://gca.org/wp-content/uploads/2019/09/GlobalCommission_Report_FINAL.pdf
Serge Latouche. Le pari de la décroissance. Fayard, 2006
Serge Latouche. Petit traité de la décroissance sereine. Mille et une nuits, 2004
https://unfccc.int/process-and-meetings/the-paris-agreement/the-paris-agreement
https://unfccc.int/sites/default/files/english_paris_agreement.pdf
https://gca.org/wp-content/uploads/2019/09/GlobalCommission_Report_FINAL.pdf
1 σκέψη για το "Γ. Δουράκης. Οι Κεϋνσιανές πολιτικές και η κλιματική κρίση"