Giuseppe Feola
Η κόκκινη κλωστή που διαπερνά το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και φέρεται υπό τον τίτλο ‘Δίκαιη Μετάβαση προς μια Βιώσιμη κοινωνία’ είναι προϊόν συνδυασμού οικονομικών ιδεών νέο-κεϋνσιανού τύπου με τα δικαιωματικά προτάγματα της ριζοσπαστικής αριστεράς. Χονδρικά, ο στόχος της δίκαιης μετάβασης συνοψίζεται α) στην ‘ευημερία’ που σημαίνει ικανό εισόδημα, ψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και αποδεκτές συνθήκες υγιεινής και β) στο ‘βιώσιμο περιβάλλον’ που συγκεκριμενοποιείται στην απανθρακοποίηση, τη βέλτιστη χρήση των πόρων και την εύρυθμη λειτουργία των φυσικών συστημάτων. Τέλος, ο προσδιορισμός ‘δίκαιη’ σημαίνει ότι αυτή γίνεται για χάρη των πολλών καλών ανθρώπων.
Προς τη δίκαιη μετάβαση οδηγούν περισσότερα από ένα μονοπάτια
Η πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί πρωτοτυπία, ανάλογες συζητήσεις τρέχουν σε πολλές χώρες του παγκόσμιου Βορρά. Το πρόβλημα με τη συμμετοχή της παγκόσμιας ριζοσπαστικής αριστεράς σε αυτές τις συζητήσεις έγκειται στο ότι για την πλειονότητα (του ΣΥΡΙΖΑ συμπεριλαμβανόμενου) ο καπιταλισμός δεν αντιμετωπίζεται ως μεταβλητή της κοινωνικής δυναμικής και δεν επερωτάται. Αντίθετα θεωρείται ως το δεδομένο, το παγιωμένο και άρα ουδέτερο οργανωτικό μοντέλο της οικονομικής, κοινωνικής, ακόμα και της φυσικής ζωής στις σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες. Το βασικό πρόβλημα με τη σιωπή γύρω από το καπιταλιστικό μοντέλο είναι ότι υποβαθμίζονται τα ζητήματα που αφορούν στην ποιότητα και το εύρος της ανάπτυξης ή της από-ανάπτυξης και επομένως το όραμα. Ακόμη, δεν περιγράφεται επαρκώς το φάσμα από διαφορετικές λογικές και διαφορετικούς δρόμους που θα ακολουθήσουν οι πορείες προς τη βιωσιμότητα στις διάφορες κοινωνίες.
Τεχνολογικές καινοτομίες
Έτσι, η συζήτηση επικεντρώνει σχεδόν αποκλειστικά στην επιστημονική και τεχνολογική καινοτομία, ενώ ο καπιταλισμός περιγράφεται ως ουδέτερο στοιχείο όπου μαζί με άλλα, – όπως π.χ. τη φυσιογραφία μιας περιοχής – διαμορφώνουν το κοινωνικό τοπίο όπου διαδραματίζεται η μετάβαση προς τη βιώσιμη κοινωνία. Αγνοείται, με άλλα λόγια, ότι ο καπιταλισμός δεν είναι ένα απλό ουδέτερο δεδομένο αλλά, αντίθετα, αποτελεί καθοριστικό στοιχείο που διαποτίζει τις λογικές και τη λειτουργία των κοινωνικο-τεχνικών σχέσεων και αυτό σημαίνει υποχρεωτικά ότι οι πορείες προς τη βιωσιμότητα, δηλαδή η δίκαιη μετάβαση προϋποθέτουν θεμελιώδεις αλλαγές στο καπιταλιστικό μοντέλο.
Το τεράστιο περιβαλλοντικό και οικονομικό κόστος του πρωτοχρονιάτικου καύσωνα
Πράγματι, σε αντίθεση με την συνηθισμένη πρακτική μερίδων της συντηρητικής αριστεράς, μια σύγχρονη και αξιόπιστη αριστερή πρόταση οφείλει να καταδείξει ότι ο καπιταλισμός είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια ιστορικά συγκεκριμένη μορφή κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης. Τα φερόμενα ως βασικά γνωρίσματα, η ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, η παραγωγή εμπορευμάτων και υπεραξίας, η τυφλή επιδίωξης οικονομικού κέρδους μέσω της αγοραίας ανταλλαγής εμπορευμάτων, η μετατροπή της εργατικής δύναμης σε εμπόρευμα, η συνεχώς διευρυνόμενη αναπαραγωγή και η κεφαλαιακή συσσώρευση, η εξωτερίκευση του περιβαλλοντικού κόστους, η μείωση του κόστους της εργασίας δεν εξαντλούν την περιγραφή της φυσιογνωμίας του καπιταλισμού.
Ιδιαίτερη σημασία για τη δίκαιη μετάβαση έχει και η γεωγραφία της συσσώρευσης, το γεγονός δηλαδή ότι γεωγραφικά το κεφάλαιο μετατοπίζεται συνεχώς και η οικονομία της αγοράς επεκτείνεται και αλλάζει μορφές ακατάπαυστα. Κοντολογίς μας λέει ο Castree, ο καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από χωροχρονικές ρυθμίσεις όπου ο χρόνος και ο χώρος συνδιαμορφώνονται με τρόπους συγκεκριμένους υπέρ του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, διανομής, πώλησης, και κατανάλωσης εμπορευμάτων.
Από την πλευρά της και με στόχο τη μετάβαση προς τη βιωσιμότητα και την ακεραιότητα της βιοφυσικής και ανθρώπινης σωματικής και συναισθηματικής σφαίρας, η ριζοσπαστική αριστερά οφείλει να καταδείξει ότι η καπιταλιστική συσσώρευση απαιτεί α) αδιαφανείς και συχνά βίαιες διαδικασίες εμπορευματοποίησης των κοινών αγαθών, όπως το νερό, που σημαίνει εντέλει, β) ότι επάγει (η διαδικασία συσσώρευσης), αν δεν προϋποθέτει κιόλας κοινωνικές σχέσεις αποκλεισμού και σπρώχνει όλο και ψηλότερα τα επίπεδα των ανισοτήτων.
Στον καιρό του νέο-φιλελευθερισμού
Ακόμα περισσότερο, η ριζοσπαστική αριστερά οφείλει να καταδείξει ότι η συσσώρευση δεν εμπλέκει μονάχα οικονομικές δομές. Στη συνύπαρξη τους με μη καπιταλιστικές λογικές, θεσμούς και πρακτικές, οι καπιταλιστικές πολιτικές διαθέτουν περιεκτικότητα, που θα πει ότι και πολιτισμικά επιχειρούν να διαμορφώσουν ατομικές και συλλογικές ταυτότητες και σχέσεις με βάση έναν ορθό λόγο που έχει ως πυλώνα την αρχή του ανταγωνισμού. Η εξατομικευμένη εμπορευματοποίηση πάει πολύ πέρα από τη σφαίρα της οικονομίας και αγκαλιάζει ολόκληρο το φάσμα των κάθε είδους σχέσεων ανάμεσα στα ανθρώπινα και τα μη ανθρώπινα όντα, από τις κοινές καθημερινές πράξεις και χειρονομίες ως το φαντασιακό και το όραμα.
Να αναδείξει ακόμα ότι, πολιτικά ο καπιταλισμός στηρίζεται στις κρατικές δομές που διασφαλίζουν την αναπαραγωγή του. Το καπιταλιστικό κράτος είναι ένα στρατηγικό πεδίο, μας έλεγε ο Πουλαντζάς, όπου αντανακλώνται, ρυθμίζονται και αποκτούν νομική και ηθική νομιμοποίηση οι καπιταλιστικές σχέσεις εξουσίας. Και ακόμα, ότι οι νομιμοποιημένες πια σχέσεις υποστηρίζονται και υλικά, καθόσον το κράτος υλοποιεί μη κερδοφόρες δραστηριότητες όπως είναι οι εξωτερικότητες που δημιουργεί η κεφαλαιακή κυκλοφορία, –η διαχείριση της περιβαλλοντικής υποβάθμισης, για παράδειγμα.
Η αποφασιστική σημασία του λαϊκού παράγοντα
Η ριζοσπαστική αριστερά θα πρέπει επίσης να καταδείξει ότι οι πολλαπλές διαφορετικότητες ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη επηρεάζουν τα μονοπάτια μετάβασης με διάφορους τρόπους. Ιδίως, να καταδείξει την αποφασιστική σημασία που έχει η παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα στην πορεία μετάβασης, επειδή συμβαίνει αυτή να λειτουργεί κατά κανόνα υπέρ της παραγωγής κοινωνικής αξίας, των οριζόντιων διαδικασιών και της κοινωνικής πολυμορφίας, σε αντιπαράθεση με τις υφιστάμενες θεσμικές ρυθμίσεις που λειτουργούν αποκλειστικά υπέρ των οικονομικών αξιών, των κάθετων διαδικασιών και της πολιτιστικής ισοπέδοσης που επάγουν οι λογικές της ανταγωνιστικότητας και της αποτελεσματικότητας.