Μετά τη φωτιά: Διάβρωση και Ερημοποίηση
Τα εδάφη μετά την φωτιά εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο διάβρωσης είτε από το νερό είτε από τον αέρα καθώς η απομάκρυνση της υπέργειας φυτικής βιομάζας συνοδεύεται από νέκρωση του ριζικού συστήματος των φυτών με αποτέλεσμα οι ρίζες να μην μπορούν να συγκρατήσουν έδαφος. Το τελικό στάδιο είναι η δημιουργία ερημοποιημένων συστημάτων, ακατάλληλων για οποιαδήποτε χρήση καθώς όλο το γόνιμο έδαφος, το οποίο συγκεντρώνεται στα πρώτα 20 με 30 εκατοστά στα Μεσογειακά Συστήματα όπως αυτά του Ελλαδικού χώρου, έχει απομακρυνθεί.
Μετά τη φωτιά: Εδαφική επιφάνεια
Χαρακτηριστικό των καμένων εδαφών είναι η μεγάλη ετερογένεια στη διανομή των θρεπτικών στοιχείων, εκτός του αζώτου το οποίο χάνεται με την φωτιά. Σε ορισμένες θέσεις οι συγκεντρώσεις των θρεπτικών στοιχείων είναι αυξημένες. Για παράδειγμα τα αποκαΐδια είναι χώροι που χαρακτηρίζονται από αυξημένη μικροβιακή δραστηριότητα. Άλλες θέσεις είναι φτωχές σε θρεπτικά και άλλες, όπως αυτές κάτω από τις επιφανειακές πέτρες είναι λιγότερο εκτεθειμένες στις περιβαλλοντικές συνθήκες, ενώ οι απόλυτα γυμνές μικροθέσεις είναι εξαιρετικά ευάλωτες σε έντονες βροχοπτώσεις και αυξημένη ηλιακή ακτινοβολία.
Μετά τη φωτιά: αντιδιαβρωτικές και αντιπλημμυρικές τεχνικές
Αυτό που συστήνεται για την αναχαίτηση της διάβρωση του εδάφους είναι η κατασκευή εμποδίων (αναβαθμίδων). Εντούτοις, συνιστάται η πλήρης αποφυγή των μηχανικών εμπ0δίων και αντιπροτείνεται η χρήση βιολογικού υλικού όπως κορμοί δένδρων. Οι κορμοί δένδρων αυξάνουν τους μικροβιακούς πληθυσμούς που αποτελούν τη βάση για τους υπόλοιπους οργανισμούς του εδαφικού τροφικού πλέγματος οπότε στηρίζεται η αύξηση και των λοιπών εδαφικών οργανισμών, ενώ με την μικροβιακή δραστηριότητα αποικοδομούνται οι κορμοί παρέχοντας θρεπτικά στοιχεία στο έδαφος με αποτέλεσμα την αύξηση της εδαφικής γονιμότητας.
Βιολογική κρούστα
Για να αποφευχθεί η απώλεια του εδάφους ορισμένα τμήματα θα μπορούσαν να καλυφθούν με βιολογική εδαφική κρούστα που αποτελείται από κυανοβακτήρια, βρύα ή λειχήνες που έχουν αναπτυχθεί στο εργαστήριο. Τα κυανοβακτήρια και οι λειχήνες είναι μικροοργανισμοί που μπορούν να δεσμεύουν το ατμοσφαιρικό Ν και έτσι να αντισταθμίζουν σε κάποιο βαθμό τις ποσότητες αζώτου που χάνονται με την φωτιά στην ατμόσφαιρα. Ταυτόχρονα η κρούστα στη επιφάνεια του εδάφους περιορίζει την διάβρωση και ενισχύει την διήθηση του νερού στο εσωτερικό του εδάφους με αποτέλεσμα την αύξηση του υδατικού του περιεχομένου. Βοηθάει με άλλα λόγια στη δημιουργία καλύτερων συνθηκών για την ανάπτυξη των φυτών και των εδαφικών ζώων. Βέβαια το είδος της κρούστας που θα χρησιμοποιηθεί πρέπει να ταιριάζει με τις αβιοτικές συνθήκες του εδάφους ώστε να αποφευχθεί η περίπτωση αρνητικών επιπτώσεων όπως είναι η αύξηση ξηροφυτικών συνθηκών σε περιοχές με έντονη ηλιακή ακτινοβολία.
Τέλος η επανάκαμψη της βλάστησης σε μια περιοχή με έντονη κλίση που έχει καεί θα μπορούσε να ακολουθεί έναν σχεδιασμό όπως αυτό φαίνεται στο παρακάτω σχήμα
Μετά τη φωτιά: σχέδιο διαχείρισης
Ο έλεγχος της διαθεσιμότητας των θρεπτικών στοιχείων απαραίτητων για την επανάκαμψη της βλάστησης γίνεται σε μικρή κλίμακα και όχι στη κλίμακα του τοπίου. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργούνται «νησιά με πόρους» όπου η ανακύκλωση των θρεπτικών ακολουθεί κλειστό κύκλο και δεν συμβαίνει απομάκρυνση θρεπτικών στοιχείων έξω από το σύστημα.
Και βέβαια δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι για την αποκατάσταση της βλάστησης πρέπει να χρησιμοποιηθούν αυτόχθονα είδη της περιοχής που είναι καλά προσαρμοσμένα στις τοπικές συνθήκες καθώς η χρήση εξωτικών εισβολέων συνοδεύεται συχνά από βλαβερές συνέπειες για τη λειτουργία των οικοσυστημάτων.