Με βασικές αρχές τη βιωσιμότητα και το σεβασμό στις τοπικές συνθήκες και ανάγκες, η νέα εκδοχή της κοινής αγροτικής πολιτικής (ΚΑΠ) της ΕΕ φιλοδόξησε, τουλάχιστον διακηρυκτικά, να επεξεργαστεί νέες κατευθύνσεις και δεσμεύσεις της αγροτικής πρακτικής, συμβατές με τις δεσμεύσεις της Πράσινης Συμφωνίας (Green Agenda) υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος, του κλίματος και της βιοποικιλότητας.
Η στρατηγική Farm–To–Fork
Ειδικότερα, η νέα ΚΑΠ επεδίωξε τη συμβατότητα με τη στρατηγική ‘Farm-to-Fork’ η οποία βρίσκεται στο επίκεντρο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας (European Green Deal) και φιλοδοξεί να καταστήσει τα συστήματα τροφίμων δίκαια, υγιεινά και φιλικά προς το περιβάλλον. Η βασική υπόθεση πάνω στην οποία βασίζεται αυτή η πρωτοβουλία υποστηρίζει ότι τα συστήματα τροφίμων θα είναι ανθεκτικά έναντι συνθηκών κρίσης όπως η πανδημία COVID-19 εάν και μόνο παράγουν ασφαλή προϊόντα.
Αγροτική καινοτομία
Σε αυτό το πλαίσιο, η ανάγκη ανασχεδισμού των συστημάτων αγροτικής παραγωγής υπαγορεύτηκε από το γεγονός ότι σε πλανητική κλίμακα οι μέχρι τότε εφαρμοζόμενες αγροτικές πρακτικές παρήγαγαν σχεδόν το ένα τρίτο των αερίων θερμοκηπίου, κατανάλωναν μεγάλες ποσότητες φυσικών πόρων, ενέχονταν στην απώλεια βιοποικιλότητας, καθώς και αρνητικών επιπτώσεων στην υγεία, άλλοτε λόγω υποσιτισμού και άλλοτε λόγω υπερσιτισμού. Αναγνωρίστηκε ακόμα η οικονομική αδικία εις βάρος των ίδιων των αγροτών.
Αλυσίδα παραγωγής τροφίμων
Η νεοφιλελεύθερης κοπής ρητορική υποστήριξε ότι οι μεταρρυθμίσεις της νέας ΚΑΠ θα δημιουργούσαν πολλές νέες οικονομικές ευκαιρίες για τους φορείς της αλυσίδας τροφίμων. Μάλιστα, προπαγανδίστηκε με επιμονή το γενικότερο κοινωνικό όφελος από την επιστημονική καινοτομία και τις εφαρμογές των νέων τεχνολογιών, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη ευαισθητοποίηση του κοινού και τη ζήτηση για ασφαλή τρόφιμα.
Οι περιβαλλοντικοί στόχοι της νέας στρατηγικής ήταν α) το ουδέτερο ή θετικό περιβαλλοντικό αποτύπωμα, β) ο μετριασμός του ρυθμού κλιματικής αλλαγής και γ) η αναστροφή της πτωτικής τάσης της βιοποικιλότητας. Αντίστοιχα, οι κοινωνικές πρόνοιες απέβλεπαν α) στην επισιτιστική ασφάλεια, β) τη διατροφική ποιότητα και επάρκεια και γ) τη δημόσια υγεία.
Η νέα πρόταση δεν παρέλειψε να εντάξει ρητά τη νέα στρατηγική στο κυρίαρχο πλαίσιο των νεοφιλελεύθερων ιδεοληψιών κάνοντας λόγο για διασφάλιση προσιτών τιμών και δικαιότερες οικονομικές αποδόσεις, μέσω της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας του τομέα εφοδιασμού της ΕΕ και της εμπορίας των αγροτικών προϊόντων.
Στο όνομα της συμβατότητας με τις πρόνοιες της πράσινης συμφωνίας η νέα ΚΑΠ προέβλεπε:
Α. Την ενδελεχή αξιολόγηση των τοπικών συνθηκών και αναγκών του κάθε κράτους μέλους και την κατάρτιση εθνικού στρατηγικού σχεδίου όπου υπό συνθήκες διαβούλευση με τους ενδιαφερόμενους φορείς και τις αρμόδιες εθνικές αρχές θα εξηγούνταν οι τρόποι εφαρμογής των εργαλείων της ΚΑΠ. Η τελική διαμόρφωση των σχεδίων απαιτούσε την έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ώστε να διασφαλίζεται ομοιομορφία και η επίτευξη των στόχων. Η αξιολόγηση της εφαρμογής των νέων πολιτικών θα γινόταν αποκλειστικά με βάση ποσοτικά κριτήρια και καθορισμένες υποχρεώσεις.
Β. Εκτός των άλλων, η πρόταση προέβλεπε και επιπλέον bonus από την εφαρμογή φιλικών προς το περιβάλλον γεωργικών πρακτικών όπως η αγροοικολογία, η βιολογική γεωργία κ.ά. Περιελάμβανε επίσης bonus για πρακτικές που προωθούσαν εθελοντικές δεσμεύσεις υπέρ της περιβαλλοντικής και της κλιματικής διαχείρισης.
Γ. Από την πλευρά τους τα κράτη μέλη αναλάμβαναν να προτείνουν πολιτικές διασφάλισης της αποτελεσματικής λειτουργίας των αλυσίδων εφοδιασμού τροφίμων, καθώς και την ικανοποίηση των νέων κοινωνικών απαιτήσεων για τρόφιμα αυξημένης θρεπτικής αξίας, διαχείριση των απορριμμάτων και την καλή διαβίωσης των ζώων. Βασικοί μηχανισμοί επίτευξης των παραπάνω στόχων θεωρήθηκαν οι αγροτικοί συνεταιρισμοί.
Δ. Θεωρήθηκε, τέλος, σημαντική η δαπάνη συγκεκριμένου ποσοστού του προϋπολογισμού για την άμεση χρηματοδότηση νέων οικολογικών συστημάτων παραγωγής, ώστε να ενθαρρυνθεί η υιοθέτησης πρακτικών βιώσιμης γεωργίας. Απαιτήθηκε επίσης η διαφάνεια κατά τη διαδικασία έγκρισης των στρατηγικών σχεδίων της ΚΓΠ, καθώς και τα ειδικά προγράμματα στήριξης της αγοράς και την εισοδηματική στήριξη των αγροτών.
Αγροτικά μπλόκα
Τί όμως συνέβη στην πράξη και τα τρακτέρ έπνιξαν το κέντρο των Βρυξελλών, ενώ εξαγριωμένοι αγρότες πέταξαν αυγά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Φαίνεται ότι ανησυχίες, όπως το σχέδιο του Βερολίνου να καταργήσει σταδιακά τις φορολογικές ελαφρύνσεις στο γεωργικό ντίζελ, η απαίτηση της Ολλανδίας για μείωση των εκπομπών αζώτου κ.ά. αποτέλεσαν τις αφορμές.
Ενεργειακό κόστος
Οι αιτίες όμως πηγαίνουν πίσω στο χρόνο και είναι αλληλοσυγκρουόμενες. Για παράδειγμα, το κόστος για την ενέργεια, τα λιπάσματα και τις μεταφορές έχει αυξηθεί υπέρμετρα, ιδιαίτερα μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Από την άλλη όμως το αυξανόμενο κόστος ζωής υποχρέωσε τις κυβερνήσεις και τη λιανική σε συγκράτηση αν όχι και μείωση των τιμών.
Άλλο πρόβλημα, η κατάργηση των ποσοστώσεων και των δασμών στα σιτηρά από την Ουκρανία προκάλεσε πλημμυρίδα φθηνών γεωργικών προϊόντων που σε συνδυασμό με τον αθέμιτο ανταγωνισμό είχε ως αποτέλεσμα την περεταίρω πτώση των τιμών. Γενικότερα, οι εισαγωγές από μακρινές χώρες όπως η Νέα Ζηλανδία, η Χιλή κ.ά. είναι φθηνές επειδή δεν απαιτείται να συμμορφώνονται με τους αυστηρούς κανονισμούς της ΕΕ και αυτό αυξάνει την αγανάκτηση.
Από την πλευρά τους τα ακραία καιρικά φαινόμενα λόγω της κλιματικής αλλαγής επηρεάζουν ολοένα και περισσότερο την παραγωγή. Οι πυρκαγιές για παράδειγμα υπολογίζεται ότι προκάλεσαν πτώση κατά περίπου 20% των ετήσιων εσόδων των ελληνικών γεωργικών εκμεταλλεύσεων. Κι’ εδώ γεννιέται η ψευδής εντέλει αντίθεση ανάμεσα στις φαινομενικά αντικρουόμενες απαιτήσεις για φθηνά τρόφιμα από τη μια και τις φιλικές προς το κλίμα πολιτικές από την άλλη.
Η στρατηγική των επιδοτήσεων
Ωστόσο, όλες οι παραπάνω αιτίες είναι πρόσκαιρες. Βαθύτερη αιτία θεωρείται η κοινή αγροτική πολιτική που απαιτεί όλο και μεγαλύτερες εκμεταλλεύσεις, όλο και περισσότερα κοινά πρότυπα και η οποία βασίστηκε εδώ και κοντά 60 χρόνια σε ένα σύστημα επιδοτήσεων 55 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως. Είναι το σύστημα που υποτίθεται ότι υποστηρίζει την επισιτιστική ασφάλεια της Ευρώπης. Ωστόσο, η πραγματική συνέπεια των ενοποιήσεων και της εγκατάλειψης γης είναι η μείωση των εκμεταλλεύσεων στην ΕΕ σε ποσοστό πάνω από ένα τρίτο σε σχέση με το 2005. Σήμερα, υφίστανται πολλές μεγάλες εκμεταλλεύσεις, με υψηλά όμως επίπεδα χρέους και χαμηλά περιθώρια κέρδους, αλλά και πολλές μικρότερες όλο και λιγότερο ανταγωνιστικές.
Στο στόχαστρο των αγροτών ̶ είμαι της γνώμης άδικα ̶ έχουν βρεθεί και η προτεινόμενη μείωση κατά το ήμισυ των φυτοφαρμάκων έως το 2030, η μείωση της χρήσης λιπασμάτων κατά 20%, η εγκατάλειψη των καλλιεργειών και η αύξηση της βιολογικής γεωργίας στο 25% της συνολικής γεωργικής γης. Ερμηνεύουν ως υπερβολικά αυστηρούς τους κανόνες σε τομείς όπως η άρδευση και η καλή διαβίωση των ζώων. Φτάνουν τελικά στο συμπέρασμα ότι οι πράσινες πολιτικές είναι άδικες, μη ρεαλιστικές, οικονομικά μη βιώσιμες και τελικά θα είναι αυτοκαταστροφικές.
Αντί να επιχειρήσουν πειστικές απαντήσεις στα εύλογα ερωτήματα πώς να παράγουμε καλύτερα και φθηνότερα προϊόντα, πώς να αντιμετωπίσουμε την κλιματική αλλαγή, πώς να πατάξουμε τον αθέμιτο ανταγωνισμό, πώς να ενισχύσουμε τις γεωργικές συλλογικότητες, οι περισσότερες κυβερνήσεις επιδίδονται σε λαϊκίστικης λογικής πρόσκαιρες παροχές, σε θεατρινισμούς ή καταφεύγουν στην καταστολή. Και το πρόβλημα διαιωνίζεται.